-
1 αριδείκετ'
ἀριδείκετα, ἀριδείκετοςfamous: neut nom /voc /acc plἀριδείκετε, ἀριδείκετοςfamous: masc /fem voc sg -
2 ἀριδείκετ'
ἀριδείκετα, ἀριδείκετοςfamous: neut nom /voc /acc plἀριδείκετε, ἀριδείκετοςfamous: masc /fem voc sg
См. также в других словарях:
ἀριδείκετ' — ἀριδείκετα , ἀριδείκετος famous neut nom/voc/acc pl ἀριδείκετε , ἀριδείκετος famous masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)