Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀρθρώσει

  • 1 αρθρώσει

    ἄρθρωσις
    jointing: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀρθρώσεϊ, ἄρθρωσις
    jointing: fem dat sg (epic)
    ἄρθρωσις
    jointing: fem dat sg (attic ionic)
    ἀρθρόω
    fasten by a joint: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀρθρόω
    fasten by a joint: fut ind mid 2nd sg
    ἀρθρόω
    fasten by a joint: fut ind act 3rd sg
    ἀ̱ρθρώσει, ἀρθρόω
    fasten by a joint: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱ρθρώσει, ἀρθρόω
    fasten by a joint: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αρθρώσει

  • 2 ἀρθρώσει

    ἄρθρωσις
    jointing: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀρθρώσεϊ, ἄρθρωσις
    jointing: fem dat sg (epic)
    ἄρθρωσις
    jointing: fem dat sg (attic ionic)
    ἀρθρόω
    fasten by a joint: aor subj act 3rd sg (epic)
    ἀρθρόω
    fasten by a joint: fut ind mid 2nd sg
    ἀρθρόω
    fasten by a joint: fut ind act 3rd sg
    ἀ̱ρθρώσει, ἀρθρόω
    fasten by a joint: futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀ̱ρθρώσει, ἀρθρόω
    fasten by a joint: futperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀρθρώσει

См. также в других словарях:

  • ἀρθρώσει — ἄρθρωσις jointing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρθρώσεϊ , ἄρθρωσις jointing fem dat sg (epic) ἄρθρωσις jointing fem dat sg (attic ionic) ἀρθρόω fasten by a joint aor subj act 3rd sg (epic) ἀρθρόω fasten by a joint fut ind mid 2nd sg ἀρθρόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναρθρία — Η ανικανότητα προφοράς των λέξεων. Αυτός που πάσχει από α. γνωρίζει με ακρίβεια τα διανοήματά του, καθώς και τις λέξεις που πρέπει να χρησιμοποιήσει για τη μετάδοσή τους, αλλά δεν είναι ικανός να τις αρθρώσει. Η πλήρης α. είναι σπάνια και… …   Dictionary of Greek

  • άναυδος — η, ο (AM ἄναυδος, ον) [αυδή] ανίκανος να αρθρώσει φωνή, άφωνος, άλαλος νεοελλ. αυτός που δεν μπορεί να μιλήσει από την έκπληξή του, εμβρόντητος, αποσβολωμένος αρχ. 1. αμίλητος, σιωπηλός 2. αυτός που επιβάλλει σιωπή σε άλλον 3. ανέκφραστος,… …   Dictionary of Greek

  • αγράμματος — η, ο (Α ἀγράμματος, ον) αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος νεοελλ. 1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής 2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος αρχ. 1. άγραφος,… …   Dictionary of Greek

  • κίσσα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις εννέα Πιερίδες, κόρες του Πιέρου . Ο μύθος αναφέρει ότι μεταμορφώθηκε σε πουλί, μαζί με τις αδελφές της, επειδή τόλμη αν να συναγωνιστούν τις Μούσεςστο τραγούδι. 2. Μία από τις Υάδες, τις τροφούς του… …   Dictionary of Greek

  • Γουίτμαν, Γουόλτ — (Walt Whitman, Γουέστ Χιλς, Λονγκ Άιλαντ 1819 – Νιου Τζέρσεϊ 1892). Αμερικανός ποιητής. Σε ηλικία δώδεκα ετών άρχισε να εργάζεται σε ένα μικρό τυπογραφείο και το 1846 ανέλαβε τη διεύθυνση της εφημερίδας Daily Eagle του Μπρούκλιν. Η δημοσιογραφική …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • αρθρώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. συνδέω, συναρμολογώ: Τα μέρη της εργασίας σου δεν είναι καλά αρθρωμένα μεταξύ τους. 2. μιλώ, προφέρω: Από τη σύγχυσή του δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»