-
1 αρηίφατος
-
2 ἀρηίφατος
-
3 αρηιφατος
-
4 Ἀρηΐφατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀρηΐφατος
-
5 ἀρηίφατος
ἀρηί - φατος (root φεν): slain by Ares or in battle.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀρηίφατος
-
6 ἀρεί-φατος
-
7 αρειφατος
-
8 Ἀρείφατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀρείφατος
См. также в других словарях:
ἀρηίφατος — ἀρηΐφατος , ἀρείφατος slain by Ares masc/fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρείφατος — ἀρείφατος κ. ιων. ἀρηΐφατος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη, που σκοτώθηκε στον πόλεμο 2. πολεμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + φατος < *φατός < θείνω] … Dictionary of Greek