Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀρεσκείας

  • 1 αρεσκείας

    ἀρεσκείᾱς, ἀρέσκεια
    obsequiousness: fem acc pl
    ἀρεσκείᾱς, ἀρέσκεια
    obsequiousness: fem gen sg (attic doric aeolic)
    ἀρεσκείᾱς, ἀρεσκεία
    fem acc pl
    ἀρεσκείᾱς, ἀρεσκεία
    fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αρεσκείας

  • 2 ἀρεσκείας

    ἀρεσκείᾱς, ἀρέσκεια
    obsequiousness: fem acc pl
    ἀρεσκείᾱς, ἀρέσκεια
    obsequiousness: fem gen sg (attic doric aeolic)
    ἀρεσκείᾱς, ἀρεσκεία
    fem acc pl
    ἀρεσκείᾱς, ἀρεσκεία
    fem gen sg (attic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀρεσκείας

  • 3 αρέσκεια

    αρέσκ(ε)ιά η
    1) нахождение удовольствия, удов- летворения; 2):

    της αρέσκείας (μου, του κ.λ.π.) см. αρεσιά;

    § κατ' αρέσκειαν — по своему выбору, по своему вкусу

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αρέσκεια

  • 4 ἀρεσκεία

    ἀρεσκεία, ας, ἡ (better ἀρέσκεια w. L-S-J-M, DGE et al., but for ἀρεσκεία s. Mlt-H. 339; Rbt. 153, 231—cp. ἀρεσκεύομαι ‘be obsequious’, s. ἀρέσκω; Aristot., Theophr. et al.; TestReub 3:4; mostly in pejorative sense: obsequiousness. In favorable sense: that by which one gains favor, Pr 31:30; also, esp. in public documents, of exceptional public service or expression of devotion IPontEux II, 5 χάριν τῆς εἰς τ. πόλιν ἀρεσκείας; IPriene 113, 73; POxy 729, 24 πρὸς ἀ. τοῦ Σαραπίωνος. Of one’s relation w. God Philo, Op. M. 144, Fuga 88 ἕνεκα ἀ. θεοῦ, Spec. Leg. 1, 176) desire to do someth. that produces satisfaction, desire to please εἰς πᾶσαν ἀ. to please (the Lord) in all respects Col 1:10.—DELG s.v. ἀρέσκω. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἀρεσκεία

См. также в других словарях:

  • ἀρεσκείας — ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρέσκεια obsequiousness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem acc pl ἀρεσκείᾱς , ἀρεσκεία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

  • τεκτονισμός — Το δόγμα των τεκτόνων. Λέγεται και μασωνισμός ή μασωνία. Ο τ. είναι το περιεχόμενο των διδασκαλιών των ελεύθερων τεκτόνων. Θεωρητικά αποβλέπει στην επικράτηση της ηθικής και στην τελειοποίηση των ανθρώπων. Η ιστορία του τ. έχει και την… …   Dictionary of Greek

  • τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… …   Dictionary of Greek

  • Άουγκσμπουργκ — (Augsburg). Πόλη (252.400 κάτ. το 2002) της Γερμανίας, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, πρωτεύουσα και κυριότερη πόλη της Σουηβίας. Χτισμένη στη συμβολή των ποταμών Βέρταχ και Λεχ, είναι σημαντικό κέντρο της μεταλλουργικής, υφαντουργικής και… …   Dictionary of Greek

  • Βονιφάτιος — I Όνομα παπών της Ρώμης. 1. Β. Α’ (; – 422). Πάπας της Ρώμης (418 422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι… …   Dictionary of Greek

  • Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • Φλώρινας, νομός — Νομός (1.863 τ. χλμ., 54.768 κάτ.) της περιφέρειας δυτικής Μακεδονίας στο βόρειο τμήμα της. Συνορεύει στα Β με τη Π.Γ.Δ.Μ., στα Α με τους νομούς Πέλλας και Κοζάνης, στα Ν με τους νομούς Κοζάνης και Καστοριάς και στα Δ με την Αλβανία. Πρωτεύουσα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»