-
1 ἀρει-μάνιος
ἀρει-μάνιος, dasselbe, κριός Diog. L. 6, 61; μανία Plut. Amator. 16, 22; δυνάστης fort. Rom. 9.
-
2 ἀρειμανής
ἀρει-μανής, ἀρει-μάνιος, in kriegerischer Wut, tapfer -
3 ἀρειμάνιος
ἀρει-μανής, ἀρει-μάνιος, in kriegerischer Wut, tapfer
Перевод: с греческого на немецкий
с немецкого на греческий- С немецкого на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий