-
1 Αρείφατος
-
2 Ἀρείφατος
-
3 αρείφατος
-
4 ἀρείφατος
-
5 αρειφατος
-
6 Ἀρείφατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἀρείφατος
-
7 ἀρείφατος
ἀρεί-φατος, vom Ares od. im Kriege getötet -
8 αρηιφατος
-
9 Αρείφατον
-
10 Ἀρείφατον
-
11 αρείφατον
-
12 ἀρείφατον
-
13 ΦΈΝΩ
ΦΈΝΩ, tödten, ungebr. Stammform, wovon φόνος und einige Zusammensetzungen des adj. verb. φατός, wie Ἀρείφατος, μυλήφατος, όδυνήφατος. – Dazu gehört der epische aor. ἔπεφνον, ich tödtete, oft bei Hom., mit u. ohne Augment; πεφνέμεν Il. 6, 180; das part. πεφνόντα hat Bekker Il. 16, 827, bei Wolf πέφνοντα (17, 539 καταπεφνών). Ein praes. πέφνω haben erst spätere Dichter, wie Opp. Hal. 2, 133. – Perf. πέφαμαι, von welchem Hom. πέφαται, Il. 17, 689, πέφανται, Il. 5, 531. 15, 563 (s. auch φαίνω), u. den inf. πεφάσϑαι braucht. – Fut. πεφήσομαι, πεφήσεαι, Il. 13, 829 Od. 22, 217.
-
14 ἀρηΐ-φατος
ἀρηΐ-φατος, ion. u. p. = ἀρείφατος, Hom. dreimal, ἄνδρες ἀρηίφατοι Od. 11, 41, φῶτας ἀρηιφάτους Iliad. 19, 31. 24, 415; – Loll. Bass. 7 (IX, 279).
-
15 Αρειφάτων
-
16 Ἀρειφάτων
-
17 Αρείφατοι
-
18 Ἀρείφατοι
-
19 αρειφάτων
-
20 ἀρειφάτων
См. также в других словарях:
αρείφατος — ἀρείφατος κ. ιων. ἀρηΐφατος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύθηκε από τον Άρη, που σκοτώθηκε στον πόλεμο 2. πολεμικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + φατος < *φατός < θείνω] … Dictionary of Greek
Ἀρείφατος — slain by Ares masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρείφατος — slain by Ares masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρείφατον — Ἀρείφατος slain by Ares masc/fem acc sg Ἀρείφατος slain by Ares neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρείφατον — ἀρείφατος slain by Ares masc/fem acc sg ἀρείφατος slain by Ares neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρειφάτων — Ἀρείφατος slain by Ares masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρειφάτων — ἀρείφατος slain by Ares masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρείφατοι — Ἀρείφατος slain by Ares masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρείφατοι — ἀρείφατος slain by Ares masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρειθύσανος — ἀρειθύσανος, ο (Α) ο θύσανος του Αρη (λέξη που αναφέρεται σε γενναίο και δοκιμασμένο πολεμιστή). [ΕΤΥΜΟΛ. < άρειος + θύσανος (πρβλ. αρείφατος)] … Dictionary of Greek
ἀρηιφάτοισιν — ἀρηϊφάτοισιν , ἀρείφατος slain by Ares masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)