-
1 αρδείαις
-
2 ἀρδείαις
-
3 ἀρδεία
ἀρδεία, ἡ, das Benetzen, Besprengen, ἀρδείαις ποτιζόμενα Plut. Symp. 6, 2, 2; εἰς ἀρδείαν ἄγειν, zur Tränke führen, Ael. H. A. 7, 12; V. H. 13, 1.
-
4 αρδεια
-
5 ξηροτης
- ητος ἥ1) сухость Arst., Plut.ξ. τῶν νεῶν Thuc. — сухость (т.е. хорошее состояние) кораблей
2) высыхание(τὸ τάχος τῆς ξηρότητος Arst.)
3) засуха
См. также в других словарях:
ἀρδείαις — ἀρδεία irrigation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)