-
1 ἀργύφεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργύφεος
-
2 ἄργυφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄργυφος
-
3 ἀργεννός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀργεννός
-
4 ἀργεστής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀργεστής
-
5 ἀργής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀργής
-
6 ἀργός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀργός
-
7 ἄργυρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄργυρος
-
8 ἀργύφεος
ἀργύφεος (root ἀργ): white shining, glittering; φᾶρος, Od. 5.230; σπέος, of the Nereids (cf. ἀργυρόπεζα), Il. 18.50.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀργύφεος
-
9 λευγαλέος
Grammatical information: adj.Meaning: `wretched, unhappy, sore, baneful etc.' (Il.). -Derivatives: λυγρός `id.' (Il.). Parallel to λευγ-αλέος: λυγ-ρός are ἐρευθ-αλέος (late): ἐρυθ-ρός; λευγαλέος is isolated and archaic; from a noun ? (*λεῦγος like ἔρευθος?; cf. ἀργ-αλέος: ἄλγος, θαρσ-αλέος: θάρσος a. o., Schwyzer 484; or from an old l-stem?); λυγρός is also isolated (perh. from a primary verb, s. below).Origin: IE [Indo-European] [686] *leuǵ- `break'Etymology: The Greek adj. have in the other languages no directe agreement but several cognate forms, of which Lat. lūgeō `be sad' is semantically closest; it can be understood as an iterative-intensive secondary formation or as a denomin. (: * lūgus \< IE * lougo-s m. beside *λεῦγος \< IE * leugos- n.; also in lūgubris ?). -Behind the psychic representations of sadness and unhappiness in lūgeō, λευγαλέος, λυγρός there were no doubt terms for the outward expressions of these feelings (cf. Ernout-Meillet s. lūgeō); thus one finds connection with some primary verbs for `breach a. o.': Skt. rujáti `break, torment', Lith. lū́ž-ti `break' (intr.; širdìs lúžta `the heart breaks'), OHG liohhan `tear, draw' (but Arm. lucanem `make loose' rather with Meillet BSL 26. 4 to λύω, s. d.). - Further forms (for Greek unimportant) in WP. 2, 412f., Pok. 686, W.-Hofmann s. lūgeō, Fraenkel Wb. s. láužti. - On ἀλυκτοπέδη s. v.Page in Frisk: 2,108Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λευγαλέος
-
10 ἀργύριον
ἀργύριον, ου, τό (s. ἄργυρος; Hdt., Aristoph.+; ‘silver, money’)① the precious metal known as silver, silver 1 Cor 3:12 v.l. (s. ἄργυρος). χ̣ρ̣υσῷ τελε̣[ίῳ καὶ ἀργυ]ρίῳ AcPl Ha 1, 11.② silver used as money, silver moneyⓐ silver money beside gold (Gen 24:35; Num 31:22 al.; En 97:8; 98:2; Jos., Ant. 15, 5) Ac 3:6; 20:33; cp. 1 Pt 1:18. ᾧ ὠνήσατο Ἀβραὰμ τιμῆς ἀργυρίου which Abraham had bought for a sum of silver Ac 7:16 (cp. Gen 23:16).ⓑ money gener. (Aristoph., Plut. 131; Appian, Artem. 1, 2 p. 4, 16 al.; Diog. L. 6, 95; Alex. Aphr., Fat. 8 II 2 p. 172, 30; Synes., Ep. 6 p. 169a. Gen 42:25, 35) Lk 9:3; Ac 8:20. τοῦ ἀ. τὴν ἀπαρχήν D 13:7 (s. ἀπαρχή 1a); ἀποκρύπτειν τὸ ἀ. Mt 25:18; ἀ. αἰτεῖν ask for money D 11:6; ἀ. δοῦναί τινι give or pay money to someone Mk 14:11; Lk 22:5; cp. D 11:12. Otherw. διδόναι τὸ ἀ. give the money=entrust Lk 19:15. διδόναι τὸ ἀ. ἐπὶ τράπεζαν put money into a bank vs. 23. For this τὰ ἀ. (cp. Aristoph., Av. 600; Demosth. 25, 41 v.l.; cp. Pollux 3, 86) Mt 25:27. διδόναι ἀ. ἱκανά offer an ample bribe Mt 28:12; λαμβάνειν ἀ. (Appian, Iber. 34 §138 ἀργ. λαμβάνειν; Gen 23:13) vs. 15 (=allow oneself to be bribed, as Artem. 4, 82).ⓒ of particular silver coins (so as loanw. in rabb. ἀργύρια=silver coins: Pla., Leg. 5, 742d; Pollux 3, 86; 9, 89f; PGM 4, 2439) τριάκοντα ἀργύρια 30 silver shekels (each worth about 4 drachmas; s. below) Mt 26:15; 27:3, 9; cp. vs. 5f (=שֶׁקֶל כֶּסֶף or simply כֶּסֶף, cp. Zech 11:12f). ἀργυρίου μυριάδας πέντε 50,000 (Attic silver) drachmas Ac 19:19 (=a worker’s wage for 137 years with no days off; cp. Jos., Ant. 17, 189).—FPrat, Le cours des Monnaies en Palest. au temps de J.-Chr.: RSR 15, 1925, 441–48; ORoller, Münzen, Geld u. Vermögensverhältnisse in den Evv. 1929; Billerb. I 290–94; CSeltmann, Greek Coins ’33; AReifenberg, Ancient Jewish Coins2, ’47.—B. 773. DELG s.v. ἄργυρος. New Docs 4, 7–10. M-M.
См. также в других словарях:
Ärger, der — * Der Ärger, des s, plur. inus. ein nur in einigen, besonders Niedersächsischen Gegenden übliches Wort für Ärgerniß, Verdruß. Wenn er Den Menschen lebt zum Ärger und sich zur eignen Last, Dusch. Anm. Bey den Isländern, die manchen Wörtern gern… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
Πωλώ — οῡς, ἡ, Α προσωνυμία τής Αρτέμιδος στη Θάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + κατάλ. ώ θηλ. ονομάτων (πρβλ. Αργ ώ)] … Dictionary of Greek
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
αργής — ἀργής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (κυρίως για αστραπή) λαμπρός, αστραφτερός 2. (κυρίως για λίπος και για ρούχα) γυαλιστερός, στιλπνός ή λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργ τού αργός (Ι) + επίθημα * ēt , με εκτεταμένο e αβέβαιης προέλευσης. Το επίθημα αυτό… … Dictionary of Greek
αργεννός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ., 240 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήθυμνας του νομού Λέσβου. * * * ἀργεννός, ή, όν (Α) λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αργεσ νός < θ. *αργεσ , παράλληλα προς το θ. αργ τού αργός (Ι) (πρβλ. αργεστής) … Dictionary of Greek
αργεστής — ἀργεστής και Άργέστης, ο (Α) 1. αυτός που ξαστερώνει τον ουρανό (επίθ. του νότιου ανέμου) 2. ο λευκός 3. (κύρ. όν.) Αργέστης ο βορειοδυτικός άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. *αργεσ το οποίο πρέπει να υπήρξε παράλληλα προς το θ. αργ τού αργός (Ι) και το… … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
δαφνοστεφάνωτος — η, ο δαφνοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαφνοστεφανώνω. Η λ. μαρτυρείται το 1896 από τον Αργ. Εφταλιώτη στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διορία — η (AM διορία, Α και διωρία) καθορισμένο χρονικό διάστημα, προθεσμία μσν. κατάλληλη περίσταση, ευκαιρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. διορία < δι (α)·* + ορία < ορος < όρος και ο τ. διωρία < δι (α)·* + ωρία < ωρος < κρητ. και αργ. ώρος αντί… … Dictionary of Greek
εκτάδιος — ἐκτάδιος, η, ον και ἐκτάδιος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται … Dictionary of Greek
μάχητα — και μάχιτα, η μάχη, έχθρα, διαμάχη 2. αγωνία, βάσανο («να πάψει και τών δυο η μάχητά τους», κυπρ. ερωτ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μάχη, κατά τα θηλ. σε ητα (πρβλ. άργ ητα, κάκ ητα)] … Dictionary of Greek