-
1 αργύφεος
-
2 ἀργύφεος
-
3 ἀργύφεος
ἀργύφεος (root ἀργ): white shining, glittering; φᾶρος, Od. 5.230; σπέος, of the Nereids (cf. ἀργυρόπεζα), Il. 18.50.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀργύφεος
-
4 ἀργύφεος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργύφεος
-
5 αργυφέας
ἀργυφέᾱς, ἀργύφεοςsilver-shining: fem acc plἀργυφέᾱς, ἀργύφεοςsilver-shining: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 ἀργυφέας
ἀργυφέᾱς, ἀργύφεοςsilver-shining: fem acc plἀργυφέᾱς, ἀργύφεοςsilver-shining: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 αργυφέη
ἀργύφεοςsilver-shining: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἀργύφεοςsilver-shining: fem dat sg (epic ionic) -
8 αργυφέων
-
9 ἀργυφέων
-
10 αργύφεον
-
11 ἀργύφεον
-
12 αργυφέαις
-
13 ἀργυφέαις
-
14 αργυφέηισι
-
15 ἀργυφέηισι
-
16 αργυφέην
-
17 ἀργυφέην
-
18 αργυφέης
-
19 ἀργυφέης
-
20 αργυφέησιν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αργύφεος — ἀργύφεος, έη, εον (Α) αυτός που λάμπει σαν άργυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράλληλος τ. του άργυφος*, σχηματισμένος αναλογικά προς τα επίθετα σε εος. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει κυρίως ενδύματα] … Dictionary of Greek
ἀργύφεος — silver shining masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέων — ἀργύφεος silver shining fem gen pl ἀργύφεος silver shining masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργύφεον — ἀργύφεος silver shining masc acc sg ἀργύφεος silver shining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέαις — ἀργύφεος silver shining fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέη — ἀργύφεος silver shining fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέην — ἀργύφεος silver shining fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέης — ἀργύφεος silver shining fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέοιο — ἀργύφεος silver shining masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέοις — ἀργύφεος silver shining masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυφέοισι — ἀργύφεος silver shining masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)