Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀργυρ-ώνητος

См. также в других словарях:

  • χαλκώνητος — ον, Α αυτός που έχει εξαγοραστεί με χάλκινα νομίσματα και, γενικά, με χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ώνητος (< ὠνητός < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ἀργυρ ώνητος] …   Dictionary of Greek

  • νεώνητος — νεώνητος, ον (Α) (για δούλους) αυτός που αγοράστηκε πρόσφατα, νεοαγορασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ώνητος (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. αργυρ ώνητος] …   Dictionary of Greek

  • πολυώνητος — ον, Α αυτός που έχει αγοραστεί ακριβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὠνητός (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. αργυρ ώνητος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»