-
1 ἀργυρ-ώνητος
ἀργυρ-ώνητος, für Geld gekauft, ὑφαί Aesch. Ag. 923; bes. ein erkaufter Sklav, ϑεράποντες Her. 4, 72; allein, Isocr. 4, 123; Eur. Alc. 676 u. Sp.
-
2 ἀργυρώνητος
ἀργῠρ-ώνητος, ον,A bought with silver,θεράποντες Hdt.4.72
; ; ὁ ἀ., i. e. slave, Isoc.14.18;ἀ. σέθεν E.Alc. 676
;ἀ. ἄμπελος PAvrom.1
A 16 (i B.C.), cf. PLond.2.198 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρώνητος
-
3 ἀργυρώνητος
ἀργυρ-ώνητος, für Geld gekauft; bes. ein erkaufter Sklave -
4 αργυρωνητος
См. также в других словарях:
χαλκώνητος — ον, Α αυτός που έχει εξαγοραστεί με χάλκινα νομίσματα και, γενικά, με χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ώνητος (< ὠνητός < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ἀργυρ ώνητος] … Dictionary of Greek
νεώνητος — νεώνητος, ον (Α) (για δούλους) αυτός που αγοράστηκε πρόσφατα, νεοαγορασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ώνητος (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. αργυρ ώνητος] … Dictionary of Greek
πολυώνητος — ον, Α αυτός που έχει αγοραστεί ακριβά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὠνητός (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. αργυρ ώνητος] … Dictionary of Greek