-
1 αργυρόπους
-
2 ἀργυρόπους
-
3 αργυροπους
2, gen. ποδος на серебряных ножках(κλῖναι Xen., Plut., Luc.; δίφρος Dem.; φορεῖον Polyb.)
-
4 ἀργυρόπους
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρόπους
-
5 ἀργυρόπους
-
6 αργυρόποδα
ἀργυρόπουςwith silver feet: neut nom /voc /acc plἀργυρόπουςwith silver feet: masc /fem acc sg -
7 ἀργυρόποδα
ἀργυρόπουςwith silver feet: neut nom /voc /acc plἀργυρόπουςwith silver feet: masc /fem acc sg -
8 δίφρος
δίφρος, ὁ (wohl entst. aus διφόρος, Zwei tragend), der Wagensitz, auf welchem der Wagenlenker, ἡνίοχος, u. der Kämpfer, παραβάτης, saßen od. standen, ἑσταότ' ἐν δίφρῳ Hes. Sc. 61; ἂν δ' ἔβαν ἐν δίφροισι παραιβάται ἡνίοχοί τε Iliad. 23, 132; υἷας Πριάμοιο δύω λάβε, εἰν ἑνὶ δίφρῳ ἐόντας Il. 5, 160; der obere Theil des Wagens u. der Wagen übh.; in der Il. Streitwagen, Od. 3, 324 ein Reisewagen; δώσω γὰρ δίφρον τε δύω τ' ἐριαύχενας ἵππους Il. 10, 305; er heißt εὐεργής, 5, 585; εὔξεστος, 16, 402; ἐύξοος, Od. 4, 590; ξεστός, Iliad. 24, 322 σπερχόμενος δ' ὁ γέρων ξεστοῠ ἐπεβήσετο δίφρου, var. lect. γεραιὸς ἑοῠ, s. Scholl.; κολλητός, Iliad. 19, 395; ἐύπλεκτος u. ἐυπλεκής, 23, 335. 436; ποικίλος, 10, 501; ἱερός, 17, 464, s. s. v. Ἱερός; der Wagensitz war rund, an der hinteren Seite zum Einsteigen offen u. hing in Riemen, 5, 727; ἁρμάτειος δίφρος Xen. Cyr. 6, 4, 9, ἁρματόεις Critia. Ath. I, 28 c; Tragg. u. in Prosa oft = der Wagen selbst; ξυνωρὶς χωρὶς δίφρου Plat. Critia. 119 b. – Uebh. = der Sitz, Sessel, Stuhl, Il. 3, 424. 6, 354 Odyss. 4, 717. 17, 330; δίφρον ἀεικέλιον Odyss. 20, 259, περικαλλέα δίφρον 387; Theocr. 15, 2; ἔκειντο δίφροι Plat. Rep. I, 328 c, u. bes. Sp.; ἡγεμονικός, u. auch allein, für sella curulis, Plut., Pol. u. A.; ἀργυρόπους Dem. 24, 129. – Auch = der Nachtstuhl, Aristid. – Vgl. ὀκλαδίας.
-
9 αργυρόποδας
-
10 ἀργυρόποδας
-
11 αργυρόποδες
-
12 ἀργυρόποδες
-
13 αργυρόποδος
-
14 ἀργυρόποδος
-
15 αργυρόποσι
-
16 ἀργυρόποσι
-
17 αργυρόπουν
-
18 ἀργυρόπουν
См. также в других словарях:
αργυρόπους — ἀργυρόπους ( ποδος), πουν (Α) αυτός που έχει αργυρά πόδια («κλῑναι ἀργυρόποδες» κρεβάτια με ασημένια πόδια) … Dictionary of Greek
ἀργυρόπους — with silver feet masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρόποδα — ἀργυρόπους with silver feet neut nom/voc/acc pl ἀργυρόπους with silver feet masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρόποδας — ἀργυρόπους with silver feet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρόποδες — ἀργυρόπους with silver feet masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρόποδος — ἀργυρόπους with silver feet masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρόποσι — ἀργυρόπους with silver feet masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρόπουν — ἀργυρόπους with silver feet masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek