-
1 ἀργυρο-κοπεῖον
ἀργυρο-κοπεῖον, τό, Werkstatt des Silberarbeiters, Münze, Antiph. bei Harpocr., der als Erkl. das sp. W. σημαντήριον giebt; Pol. 26, 10; Aeschin. bei Poll. 7, 103.
-
2 ἀργυροκοπεῖον
ἀργυρο-κοπεῖον, Werkstatt des Silberarbeiters, Münze
См. также в других словарях:
φονοκοπείον — και φονοκόπιον, τὸ, Μ μεγάλη σφαγή, μακελλειό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + κοπεῖον / κόπιον (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ἀργυρο κοπεῖον] … Dictionary of Greek
χονδροκοπείον — ή χονδροκόπιον, τὸ, Α ο μύλος στον οποίο άλεθαν τους χόνδρους, το μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος «χοντροαλεσμένο σιτάρι» + κοπεῖον / κόπιον (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ἀργυρο κοπεῖον / κόπιον] … Dictionary of Greek