-
1 αργυροποιία
ἀργυροποιίᾱ, ἀργυροποιίαproduction of silver: fem nom /voc /acc dualἀργυροποιίᾱ, ἀργυροποιίαproduction of silver: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀργυροποιία
ἀργυροποιίᾱ, ἀργυροποιίαproduction of silver: fem nom /voc /acc dualἀργυροποιίᾱ, ἀργυροποιίαproduction of silver: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 ἀργυροποιΐα
ἀργῠρο-ποιΐα, ἡ,A production of silver, in Alchemy, Ps.-Democr.Alch.p.49B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυροποιΐα
-
4 αργυροποιίας
ἀργυροποιίᾱς, ἀργυροποιίαproduction of silver: fem acc plἀργυροποιίᾱς, ἀργυροποιίαproduction of silver: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ἀργυροποιίας
ἀργυροποιίᾱς, ἀργυροποιίαproduction of silver: fem acc plἀργυροποιίᾱς, ἀργυροποιίαproduction of silver: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 αργυροποιίαν
-
7 ἀργυροποιίαν
См. также в других словарях:
ἀργυροποιία — ἀργυροποιίᾱ , ἀργυροποιία production of silver fem nom/voc/acc dual ἀργυροποιίᾱ , ἀργυροποιία production of silver fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροποιίας — ἀργυροποιίᾱς , ἀργυροποιία production of silver fem acc pl ἀργυροποιίᾱς , ἀργυροποιία production of silver fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροποιίαν — ἀργυροποιίᾱν , ἀργυροποιία production of silver fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)