-
1 αργυροκοπος
-
2 ἀργυροκόπος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀργυροκόπος
-
3 αργυροκόπος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αργυροκόπος
-
4 ἀργυροκόπος
серебряник.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀργυροκόπος
-
5 αργυροποιος
-
6 695
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 695
См. также в других словарях:
αργυροκόπος — ἀργυροκόπος, ο (Α) 1. ο αργυροχόος 2. αυτός που κόβει νομίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + κόπος < κόπτω] … Dictionary of Greek
ἀργυροκόπος — coiner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροκόπε — ἀργυροκόπος coiner masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροκόποι — ἀργυροκόπος coiner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροκόποις — ἀργυροκόπος coiner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροκόπον — ἀργυροκόπος coiner masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροκόπου — ἀργυροκόπος coiner masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροκόπους — ἀργυροκόπος coiner masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροκόπων — ἀργυροκόπος coiner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυροκόπῳ — ἀργυροκόπος coiner masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek