Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀργυρογραφία

См. также в других словарях:

  • ἀργυρογραφία — ἀργυρογραφίᾱ , ἀργυρογραφία writing in silver letters fem nom/voc/acc dual ἀργυρογραφίᾱ , ἀργυρογραφία writing in silver letters fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»