-
1 αργυρογνώμων
-
2 ἀργυρογνώμων
-
3 αργυρογνωμων
-
4 ἀργυρογνώμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρογνώμων
-
5 ἀργυρογνώμων
ἀργυρο-γνώμων, Gelderprober, Wardein -
6 χρῡσ-αμοιβός
χρῡσ-αμοιβός, ὁ, der Gold austauscht, wechselt, Hesych. erkl. ἀργυρογνώμων; – übertr. heißt Ares σωμάτων χρυσαμοιβός, der die Leiber der Gefallenen od. Gefangenen durch sein Schwert anstatt durch Gold auslös't, Aesch. Ag. 426.
-
7 κατ-αλλακτής
κατ-αλλακτής, ὁ, 1) der Ausgleicher, Vermittler, Friedensstifter, Ios. u. a. Sp. – 2) der Geldwechsler, VLL. als Erkl. von ἀργυρογνώμων u. ä.
-
8 δοκιμαστής
δοκιμαστής, ὁ, der Prüfende, Untersuchende, Plat. Legg. VII, 802 b; Lys. 26, 16; τοῠ πράγματος, Dem. 58, 3. Bei B. A. 89 als besserer Ausdruck für ἀργυρογνώμων bemerkt (vgl. ἵνα εἰ τἀργύριον καλόν ἐστι δοκιμαστὴς ἴδῃ, Men. bei Stob. flor. 72, 2); ibd. 238 bes. auf den bezogen, der Maaß und Gewicht prüft. – Dah. = der etwas billigt; Dem. vrbdt οὐ μόνον συνήγοροι ἀλλὰ καὶ δοκιμασταὶ τῶν τούτῳ πεπραγμένων 21, 127; D. Cass. 38, 4.
-
9 ἀργυρο-σκόπος
ἀργυρο-σκόπος, ὁ, Erkl. der VLL. von ἀργυρογνώμων.
-
10 αργυρογνωμόνων
-
11 ἀργυρογνωμόνων
-
12 αργυρογνώμονα
-
13 ἀργυρογνώμονα
-
14 αργυρογνώμονας
-
15 ἀργυρογνώμονας
-
16 αργυρογνώμονες
-
17 ἀργυρογνώμονες
-
18 θυωρίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυωρίτης
-
19 χρυσαμοιβός
χρυσ-ᾰμοιβός, ὁ, expld. by Hsch. asA = ἀργυρογνώμων: metaph., ὁ χ. Ἄρης σωμάτων he who traffics in men's bodies, or who ransoms the dead by gold, A.Ag. 437 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσαμοιβός
-
20 ἀργυροσκόπος
A = ἀργυρογνώμων, IG5(1).1390.48 (Andania, i B.C.), Phryn.PSp.30B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυροσκόπος
См. также в других словарях:
αργυρογνώμων — ἀργυρογνώμων ( ονος) ο, η (Α) αυτός που δοκιμάζει τον άργυρο και μπορεί να διακρίνει τα γνήσια νομίσματα από τα κίβδηλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + γνώμων < γιγνώσκω «γνωρίζω, διακρίνω»] … Dictionary of Greek
ἀργυρογνώμων — assayer of silver masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρογνωμόνων — ἀργυρογνώμων assayer of silver masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρογνώμονα — ἀργυρογνώμων assayer of silver masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρογνώμονας — ἀργυρογνώμων assayer of silver masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυρογνώμονες — ἀργυρογνώμων assayer of silver masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OLFACTUS — ad iudicium de metallis faciendis adhibitus, memoratur Aristoteli de Miraculis audit. ubi de poculis Darii, quae solô narium idiciô cognoscebantur, aenea essent, an aurea, Vide spura, ubi de variis Aeris speciebus, item voce Batiaca. Hinc… … Hofmann J. Lexicon universale
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
αργυρογνωμονικός — ἀργυρογνωμονικός, ή, όν (Α) [αργυρογνώμων] έμπειρος, ικανός στο να δοκιμάζει, να εξετάζει τον άργυρο … Dictionary of Greek
γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου … Dictionary of Greek