1 αργυρειος
только в выраж.
Древнегреческо-русский словарь > αργυρειος
αργύρειος — ἀργύρειος, ον (Α) [άργυρος] 1. αργυρός 2. φρ. «αργύρεια μέταλλα» μεταλλεία αργύρου … Dictionary of Greek