-
1 Mine
adj.——————subs.Ar. and P. μέταλλον, τό, ἐργαστήριον, τό.Silver mines: P. ἀργύρεια μέταλλα, τά, ἔργα ἀργύρεια, τά, or ἀργύρεια, τά alone.A mine of silver: V. ἀργύρου πηγή (Æsch., Pers. 238).Underground passage: P. ὑπόνομος, ὁ (Thuc. 2, 76).——————v. trans.P. μεταλλεύειν.Undermine: Ar. and P. διορύσσειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mine
-
2 Silver mines
subs.P. ἀργύρεια μέταλλα, τά, ἔργα ἀργύρεια, τά (Dem. 568), ἀργύρεια, τά.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Silver mines
См. также в других словарях:
αργύρειος — ἀργύρειος, ον (Α) [άργυρος] 1. αργυρός 2. φρ. «αργύρεια μέταλλα» μεταλλεία αργύρου … Dictionary of Greek