-
1 πίτυλος
πίτυλος, ὁ, die rasche, regelnäßige Bewegung der Hände und Ruder nach dem Takte des κελευστής, od. das mit dem Schlagen der Ruder verbundene Geplätscher des Wassers übh., das Rudern; νεώς, Eur. I. T. 1050 Tr. 1123. 1346; auch πίτυλος Ἀργείου δορός, Heracl. 834, vgl. Tr. 817. – Uebertr. von den Schlägen der Trauernden gegen Brust u. Wangen, ἐρέσσετ' ἀμφὶ κρατὶ πόμπιμον χεροῖν πίτυλον, Aesch. Spt. 838, vgl. Pers. 937; πιτύλους διδοῠσα χειρός, Eur. Troad. 1235, Poll. 2, 147 erkl. συνεχὴς τῶν χειρῶν συναγωγὴ πυκνῶς εἰς πλῆϑος ἐπιφερομένων, wenn dies nicht auf die schnell auf einander folgenden Streiche der Faustkämpfer geht, von denen Theocr. 22, 127, αἰεὶ δ' ὀξυτέρῳ πιτύλῳ δαλεῖτο πρόσωπον, zu verstehen ist; u. noch kühner übertr. Eur. πολλῶν δακρύων ἔσται πίτυλος, Hipp. 1464, wo der Schol. φορά, πλημμύρημα erkl.; Hesych. πιτύλοις, καταφοραῖς ὑδάτων, das Geriesel der fallenden Regentropfen, wie das Herabtröpfeln der Thränen, auch das Träufeln des sprudelnden Weines in den Becher, σκύφου, Eur. Alc. 801. – Auch eine Art Leibesbewegung, wobei man auf den Zehen stand, die Hände emporhob u. schnell abwechselnd die eine vorwärts, die andere rückwärts bewegte. – Uebertr., μανίας, φόβου, die heftige, innere Bewegung der Raserei, der Furcht u. dgl., von jeder leidenschaftlichen Gemüthsbewegung; vgl. Eur. I. T. 307 Herc. f. 816. 1187. – Die Ableitung der Alten, dem Sinne nach richtig, von τύπτω, als Umstellung von τύπτιλος, τύπιλος, ist gewiß falsch; es scheint onomatopoetisch od. hängt vielleicht mit πτίσσω zusammen, od. einfach mit πίτυς, so daß »Ruder« die ursprüngliche Bedeutung wäre.
См. также в других словарях:
Ἀργείου — Ἀργεί̱ου , Ἀργεῖος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
περικλυτός — Έλληνας γλύπτης και χαλκοπλάστης, που αναφέρεται από τον Πλίνιο ότι έζησε το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Υπήρξε μαθητής του περίφημου γλύπτη Πολύκλειτου του Αργείου και δάσκαλος του Αντιφάνη από τη Σικυώνα. Ο Παυσανίας ανάφερει ως έργο του Π.,… … Dictionary of Greek
τωργείου — Α δωρ. κράση αντί τοῡ Ἀργείου … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek
Ανάργυροι, άγιοι — Όνομα γιατρών, αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κοσμάς και Δαμιανός (τέλη 3ου αι.). Κατάγονταν από τις Αιγές της Λυκίας και ονομάστηκαν Α. επειδή προσέφεραν τις ιατρικές υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς. Όταν ο εθνικός έπαρχος Λυσίας τους ζήτησε … Dictionary of Greek
Αντιμένης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά της Αργολίδας Δηιφόντη και της Υρνηθούς, αδελφός του Ξάνθιππου, του Αργείου και της Ορσοβίας. 2. Γιος του Νηλέα και εγγονός του βασιλιά της Αθήνας Κόδρου … Dictionary of Greek
Αρπαλύκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Αργείου Κλυμένη, γιου του Τελέα και της Επικάστης. O πατέρας της την καταδίωκε με τον έρωτά του και την πήρε από τον μνηστήρα της Αλάστορα και η Α. για να τον εκδικηθεί του έδωσε να φάει τις σάρκες του μικρότερου… … Dictionary of Greek
Δεινομένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πατέρας των τυράννων των Συρακουσών Ιέρωνα Α’ και Γέλωνα (6ος 5ος αι. π.Χ.). 2. Γιος του Ιέρωνα Α’, τυράννου των Συρακουσών (5ος αι. π.Χ.). Διορίστηκε από τον πατέρα του διοικητής της νεοϊδρυθείσας πόλης Αίτνας… … Dictionary of Greek
Εύβουλος ή Ευβουλεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Στην Ελευσίνα τον τιμούσαν ως θεό ή ήρωα, γιο της Δήμητρας ή ενός Αργείου, του Τροχίλου. Επίσης, υπήρχε η άποψη ότι ήταν αδελφός του Τριπτόλεμου, της Πρωτονόης και της Μίσης. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ο Ε. ήταν χοιροβοσκός στη… … Dictionary of Greek
Μύρων — I (5ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από τις Ελευθερές της Αττικής, ένας από τους σημαντικότερους της αρχαιότητας, ο οποίος άκμασε μεταξύ 480 και 440 π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει μαζί με τον Πολύκλειτο και τον Πυθαγόρα στους χρόνους της 90ής Ολυμπιάδας (420… … Dictionary of Greek