1 αργεσταί
Morphologia Graeca > αργεσταί
2 ἀργεσταί
Morphologia Graeca > ἀργεσταί
3 αργέσται
Morphologia Graeca > αργέσται
4 ἀργέσται
Morphologia Graeca > ἀργέσται
ἀργεσταί — ἀργεστής clearing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργέσται — ἀργέστᾱͅ , ἀργεστής clearing masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)