-
1 αργία
ἀργίᾱ, ἀργίαwant of employment: fem nom /voc /acc dualἀργίᾱ, ἀργίαwant of employment: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀργίαι, ἀργίαwant of employment: fem nom /voc plἀργίᾱͅ, ἀργίαwant of employment: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀργία
ἀργία, ἡ,A = ἀεργία, want of employment,πεσσοὺς κύβους τε, τερπνὸν ἀργίας ἄκος S.Fr.479.4
;νεύρων καὶ ἄρθρων Hp.Mochl.23
; ;ψυχῆς ἀργίη Democr.212
; idleness, laziness, E.HF 592; νόμος περὶ τῆς ἀργίας against those who would not work, D.57.32;γραφὴ ἀργίας AB310
, cf. Plu.Sol.17,31: in pl., Isoc. 7.44.2 in good sense, rest, leisure, τῶν οἰκείων ἔργων from.., Pl.Lg. 761a (pl.), LXX Wi.13.13, etc.3 in pl., holidays, Arr.Epict.4.8.33, = feriae or justitium, App.BC1.56, PPetr.3: sg., of the Sabbath, LXXIs.1.14.4 lapse of cultivation, Thphr.CP4.5.6. -
3 ἀργία
Βλ. λ. αργία -
4 ἀργίᾳ
Βλ. λ. αργία -
5 ἀργία
-ας ἡ N 1 1-0-1-1-2=5 Ex 21,19; Is 1,13; Eccl 10,18; Wis 13,13; Sir 33,28inability to work Ex 21,19; idleness Eccl 10,18; rest, leisure Wis 13,13; holiday Is 1,13 Cf. DARIS 1983 158-160; REEKMANS 1985 281; WEVERS 1990, 332; ZUNTZ 1956, 135 -
6 αργίας
ἀργίᾱς, ἀργίαwant of employment: fem acc plἀργίᾱς, ἀργίαwant of employment: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἀργίας
ἀργίᾱς, ἀργίαwant of employment: fem acc plἀργίᾱς, ἀργίαwant of employment: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 αργίαι
ἀργίαwant of employment: fem nom /voc plἀργίᾱͅ, ἀργίαwant of employment: fem dat sg (attic doric aeolic) -
9 ἀργίαι
ἀργίαwant of employment: fem nom /voc plἀργίᾱͅ, ἀργίαwant of employment: fem dat sg (attic doric aeolic) -
10 αργίαν
-
11 ἀργίαν
-
12 αργίη
ἀργίαwant of employment: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἀργίαwant of employment: fem dat sg (epic ionic) -
13 αργιών
-
14 ἀργιῶν
-
15 αργίαις
-
16 ἀργίαις
-
17 αργίηι
-
18 ἀργίηι
-
19 αργίην
-
20 ἀργίην
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀργία — ἀργίᾱ , ἀργία want of employment fem nom/voc/acc dual ἀργίᾱ , ἀργία want of employment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίᾳ — ἀργίαι , ἀργία want of employment fem nom/voc pl ἀργίᾱͅ , ἀργία want of employment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργία — (Νομ.). H προσωρινή διακοπή της εργασίας λόγω εορτών κ.ά. Στο δίκαιο α. λέγεται η κατάσταση υπαλλήλου που δεν μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντά του, επειδή έχει καταδικαστεί ή είναι υπόδικος. Στο εκκλησιαστικό δίκαιο, α. είναι η ποινή κληρικού, στη… … Dictionary of Greek
αργία — η 1. το να μην εργάζεται κανείς, ανάπαυση, σκόλη: Αύριο είναι αργία και δε θα χουμε σχολείο. 2. (εκκλησ.), προσωρινή παύση κληρικού: Ο δεσπότης τιμώρησε τον παπά του χωριού μ ένα μήνα αργία. 3. ποινή προσωρινής απομάκρυνσης αξιωματικού από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀργίας — ἀργίᾱς , ἀργία want of employment fem acc pl ἀργίᾱς , ἀργία want of employment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίαι — ἀργία want of employment fem nom/voc pl ἀργίᾱͅ , ἀργία want of employment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίαν — ἀργίᾱν , ἀργία want of employment fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργιῶν — ἀργία want of employment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίαις — ἀργία want of employment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίη — ἀργία want of employment fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργίην — ἀργία want of employment fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)