-
1 замирание
1. (радиосигнала) η διάλειψηчастотно-избирательное - των συχνοτήτων, επιλεκτική2. (колебаний, звука и т.п.) η παύση, η πτώση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замирание
-
2 киносъёмка
η κινηματογραφική λήψη, το γύρισμα (της ταινίας), η κινηματογράφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > киносъёмка
-
3 тушение
I.(напр. пожара) το σβήσιμο, η σβέση.II.(напр. мяса) το μαγείρευμα σε αργή/μικρή φωτιά, το σιγοβράσιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тушение
-
4 тушить
I. 1. (гасить) σβήνω 2. (ослаблять, устранять что-л.) εξασθενίζω, μειώνω. II.(напр. овощи, мясо) μαγειρεύω σε αργή φωτιά, σιγοβράζω, (напр. лук) γιαχνίζω (κρυμμύδια), τσιγαρίζω, σοτάρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тушить
-
5 slow motion
(movement which is slower than normal or actual movement especially as a special effect in films: Let's watch it, in slow motion.) αργή κίνηση
См. также в других словарях:
Άργη — Υπόσταση, όπως και η Ώπις, της θεάς Άρτεμης. Σύμφωνα με μεταγενέστερη μυθολογική παράδοση, η Ά. και η Ώπις ήταν υπερβόρειες παρθένες που ταξίδεψαν στη Δήλο και λατρεύτηκαν ως θεές. Μάλιστα οι γυναίκες της Δήλου τραγουδούσαν προς τιμήν τους τον… … Dictionary of Greek
Ἀργῇ — Ἀργᾶς masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργῇ — ἀργέω to be unemployed pres subj mp 2nd sg ἀργέω to be unemployed pres ind mp 2nd sg ἀργέω to be unemployed pres subj act 3rd sg ἀργός 1 shining fem dat sg (attic epic ionic) ἀ̱ργῇ , ἀργός 2 not working the ground fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργή — ἀργός 1 shining fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱ργή , ἀργός 2 not working the ground fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργαι — Ἄργη fem nom/voc pl Ἄργᾱͅ , Ἄργη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργᾶν — Ἄργη fem gen pl (doric aeolic) Ἀργᾶ̱ν , Ἀργᾶς masc gen pl (doric aeolic) Ἀργᾶς masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀργῶν — Ἄργη fem gen pl Ἄργος neut gen pl (attic epic doric) Ἀργᾶς masc gen pl (attic epic doric) Ἀργός masc gen pl Ἀργώ Argo fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργην — Ἄργη fem acc sg (attic epic ionic) Ἄργος neut acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄργης — Ἄργη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek