-
1 αργέτα
-
2 ἀργέτα
-
3 ἀργέτι
A v. ἀργής:—nom. [full] ἀργέτις, ἡ, = ἀργήεσσα, Ἠώς Nonn.D.16.124; voc.ἀργέτι AP5.253
(Paul. Sil.):—also nom. [full] ἀργέτᾰ Μήνη Max.587; ἀργέται ἵπποι Orac. ap. Phleg.Mir.3. -
4 ἀργής
A , and v.l. Th. 856:—bright, glancing, mostly of vivid lightning,κεραυνός Il.8.133
, Od.5.128, al., Ar.Av. 1747; opp. ψολόεις κεραυνός, Arist.Mete. 371a20; Ζεὺς ἀργής, i.e. fire, Emp.6.2;ἀργέτι αὐγῇ Id.21.4
;φύσις Orph.H.10.10
.2 shining, white, of fat,ἀργέτι δημῷ Il.11.818
;ἀργέτα δημόν 21.127
; of a robe,ἑανῷ ἀργῆτι φαεινῷ 3.419
;ἀργῆτι μαλλῷ A.Eu.45
, cf. S.Tr. 675; ἀργὴς Κολωνός because of its chalky soil, Id.OC 670 (lyr.): neut.,ἀργῆτος ἐλαίου Nic. Th. 105
;ἀργῆτα κέλευθα Opp.C.2.140
.—Poet. word, cf. Arist. l.c. -
5 ἀργής
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀργής
См. также в других словарях:
ἀργέτα — ἀργής bright masc acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργής — ἀργής ( ῆτος), ο, η (Α) 1. (κυρίως για αστραπή) λαμπρός, αστραφτερός 2. (κυρίως για λίπος και για ρούχα) γυαλιστερός, στιλπνός ή λευκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργ τού αργός (Ι) + επίθημα * ēt , με εκτεταμένο e αβέβαιης προέλευσης. Το επίθημα αυτό… … Dictionary of Greek