-
1 αραιών
ἀραιόςthin: fem gen plἀραιόςthin: masc /neut gen plἀραιόωmake porous: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἀραιόωmake porous: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἀραιόωmake porous: pres part act masc nom sgἀραιόωmake porous: pres inf act (doric) -
2 ἀραιῶν
ἀραιόςthin: fem gen plἀραιόςthin: masc /neut gen plἀραιόωmake porous: pres part act masc voc sg (doric aeolic)ἀραιόωmake porous: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)ἀραιόωmake porous: pres part act masc nom sgἀραιόωmake porous: pres inf act (doric) -
3 αραίων
ἀραί̱ων, ἀραῖοςprayed to: fem gen plἀραί̱ων, ἀραῖοςprayed to: masc /neut gen plἀραί̱ων, ἀραῖοςprayed to: masc /fem /neut gen plἀ̱ραίων, ἀραιόωmake porous: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱ραίων, ἀραιόωmake porous: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀραιόωmake porous: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀραιόωmake porous: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
4 ἀραίων
ἀραί̱ων, ἀραῖοςprayed to: fem gen plἀραί̱ων, ἀραῖοςprayed to: masc /neut gen plἀραί̱ων, ἀραῖοςprayed to: masc /fem /neut gen plἀ̱ραίων, ἀραιόωmake porous: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀ̱ραίων, ἀραιόωmake porous: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)ἀραιόωmake porous: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)ἀραιόωmake porous: imperf ind act 1st sg (doric aeolic) -
5 πίμπλημι
πίμπλημι, fut. u. s. w. werden von πλήϑω (s. unten, u. vgl. πλέος, πλήρης) gebildet, πλήσω, πέπλησμαι, ἐπλήσϑην; aor. syncop. med. mit passiv. Bdtg ἐπλήμην, Hom. πλῆτο, πλῆντο, opt. πλῄμην oder πλείμην, Ar. Ach. 236, imperat. πλῆσο (wegen des Ausfalls des μ der Reduplication s. ἐμπίπλημι); – vollmachen, anfüllen; c. acc., ἰχϑύες φεύγοντες πιμπλᾶσι μυχοὺς λιμένος, Il. 21, 23; gewöhnlich τί τινος, Etwas womit, z. B. τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα, nachdem sie den Tisch mit Ambrosia angefüllt hatte, Od. 5, 93; τάχα κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων, Il. 16, 72; ἀμφοτέρω πλῆσεν μένεος, Il. 13, 60, u. öfter in ähnlichen Verbindungen. – Im med. für sich füllen, πλησάμενος δ' οἴνοιο δέπας, Il. 9, 224, πλησάμενος δ' ἄρα ϑυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος, Od. 17, 603. 19, 198, nachdem er seine Eßlust gestillt. sich an Speise und Trank gesättigt hatte; – pass., μένεος δὲ μέγα φρένες πίμπλαντο, Il. 1, 104, ὄσσε δ' ἄρα σφέων δακρυόφιν πίμπλαντο, Od. 20, 349, wie τὼ δέ οἱ ὄσσε δακρυόφιν πλῆσϑεν, d. i. ἐπλήσϑησαν, Il. 17, 696; u. eben so im aor. syncop., ἀλκῆς καὶ σϑένεος πλῆτο φρένας, 17, 499, πλῆτο ῥόος ἐπιμὶξ ἀνδρῶν τε καὶ ἵππων, 21, 16, u. öfter. – Eben so Tragg. u. in Prosa: τοσῶνδε κρατῆρ' ἐν δόμοις κακῶν ὅδε πλήσας ἀραίων, Aesch. Ag. 1371; aber auch c. dat., λέκτρα δ' ἀνδρῶν πόϑῳ πίμπλαται δακρύμασιν, Pers. 131; χαρᾷ δὲ πίμπλημ' εὐϑὺς ὄμμα δακρύων, Soph. El. 894 u. öfter; πρίν ποϑ' ἁμετέρων αἱμάτων γένυσιν πλησϑῆναι, sättigen, Ant. 121; u. im med., μητρόϑεν δυςώνυμα λέκτρ' ἐπλήσω; O. C. 532; πεδία πίμπλασϑ' ἁρμάτων, Eur. Phoen. 525; οὐδὲ τὸ στέγον ἑαυτῶν πιμπλάντες, Plat. Rep. IX, 586 b; λήϑης τε καὶ κακίας πλησϑεῖσα, Phaedr. 248 c; Sp., χῶρος δίψης ἀεὶ πιμπλάμενος, Luc. Nigr. 16; Plut. u. A.
-
6 κρᾱτήρ
κρᾱτήρ, ῆρος, ὁ, ion. u. ep. κρητήρ, das Mischgefäß, in welchem man den Wein mit Wasser mischte, da man gewöhnlich beim Mahle nicht reinen Wein trank, u. aus welchem man dann die Becher füllte; κρητῆρα κερασσάμενος μέϑυ νεῖμον πᾶσιν ἀνὰ μέγαρον Od. 7, 179. 13, 50, vgl. 18, 423; κρητῆρι δὲ οἶνον μίσγον Il. 3, 269; οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ Od. 1, 110; κρητῆρας πίνειν, die Mischgefäße austrinken, Il. 8, 232; κρητῆρα ἵστασϑαι, ein Mischgefäß aufstellen, um zu trinken, Od. 2, 431; κρητῆρα ἐλεύϑερον στήσασϑαι, ein Mischgefäß zur Feier der Befreiung aufstellen, Il. 6, 528. Vgl. auch noch ἐπιστέφω. Das Mischgefäß, bei Reichen und Vornehmen silbern, Il. 23, 741 Od. 9, 203, mit goldenem Rande, 4, 615, auch wohl ganz vergoldet, Il. 23, 219, stand auf einem Dreifuße links am Eingange, Od. 21, 241. 22, 333. – Tragg.; οὔτε κρατῆρος μέρος εἶναι μετασχεῖν, οὐ φιλοσπόνδου λιβός Aesch. Ch. 289; übertr., τοσῶνδε κρατῆρ' ἐν δόμοις κακῶν ὅδε πλήσας ἀραίων αὐτὸς ἐκπίνει μολών Ag. 1370, wie Ar. Ach. 937; κρατῆρας ἐγκιρνᾶσιν Eccl. 841. – Auch ein Gefäß zu anderen Flüssigkeiten; κρατῆρες πλέῳ γάλακτος Eur. Cycl. 215. Bei Soph. O. C. 157 κάϑυδρος οὗ κρατὴρ μειλιχίων ποτῶν ῥεύματι συντρέχει von einem Thal, in welchem Bäche zu sammenfließen. – Uebtr. κρατῆρα πολιτικοῠ αἵματος στῆσαι D. Hal. 7, 44. – Auch der Kessel eines feuerspeienden Berges, in welchem die Lava kocht, u. die Oeffnung, aus welcher sie ausströmt, Arist. de mund. 4 u. A.; vgl. Pol. 34, 11, 5.
См. также в других словарях:
ἀραιῶν — ἀραιός thin fem gen pl ἀραιός thin masc/neut gen pl ἀραιόω make porous pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres part act masc nom sg ἀραιόω make porous… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραίων — ἀραί̱ων , ἀραῖος prayed to fem gen pl ἀραί̱ων , ἀραῖος prayed to masc/neut gen pl ἀραί̱ων , ἀραῖος prayed to masc/fem/neut gen pl ἀ̱ραίων , ἀραιόω make porous imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱ραίων , ἀραιόω make porous imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
αεροδυναμική — Κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο μελέτης την κίνηση αέριων μαζών και ιδιαίτερα τις μετατοπίσεις τους στο εσωτερικό ενός αγωγού (στρόβιλοι, αντλίες) ή πάνω στην επιφάνεια στερεών σωμάτων και στον άμεσα γειτονικό χώρο τους (αέρας γύρω… … Dictionary of Greek
ακροβολισμός — Όρος της στρατιωτικής επιστήμης. Αναφέρεται στη δυνατότητα να χτυπήσει κάποιος μακριά ή και να χτυπηθεί από μακριά με όπλο σε στιγμές προπαρασκευής της μάχης. Εις α. στη στρατιωτική ορολογία είναι το παράγγελμα με το οποίο συντάσσονται οι ομάδες… … Dictionary of Greek
απορρόφηση — Στη χημεία, είναι το φαινόμενο κατά το οποίο μια αέρια ουσία περνά μέσα από ένα στερεό ή υγρό σώμα, ή μια υγρή ουσία μέσα από ένα στερεό σώμα. H διείσδυση ενός αερίου σε ένα υγρό υπακούει σε έναν νόμο που διατύπωσε το 1803 ο Γουίλιαμ Χένρι: «Η… … Dictionary of Greek
κενό — (Φυσ.) Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδειχθεί ένας συγκεκριμένος χώρος (ιδιαίτερα ένα κλειστό δοχείο), όπου η πυκνότητα της ύλης είναι πολύ χαμηλή. Στο εργαστήριο, η μέτρηση του κ. οδηγεί σε μια μέτρηση της πίεσης του αερίου που παραμένει στο … Dictionary of Greek
λευκίνη — Αλειφατικό αμινοξύ με χημικό τύπο (CH3)2CHCH2CH(NH2)COOH, το οποίο αποτελεί ανώτερο ομόλογο της γλυκόκολας. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους, έχει σημείο τήξης 293 295°C, είναι ελάχιστα διαλυτή στο κρύο νερό και έχει μοριακό βάρος 131,8.… … Dictionary of Greek
υδροκυτταρίνη — η, Ν χημ. συνοπτική ονομασία τών υλικών που λαμβάνονται με εν θερμώ επίδραση αραιών διαλυμένων οξέων στην κυτταρίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydrocellulose (< υδρ[ο] * + cellulose «κυτταρίνη»)] … Dictionary of Greek
υπερμαγγανικός — ή, ό, Ν 1. φρ. «υπερμαγγανικό άλας» χημ. συνοπτική ονομασία τών αλάτων τού υπερμαγγανικού οξέος, το οποίο δεν έχει απομονωθεί σε ελεύθερη κατάσταση, αλάτων που σχηματίζουν υδατικά διαλύματα ζωηρού ιώδους χρώματος, είναι ισχυρά οξειδωτικά μέσα και … Dictionary of Greek
υποχλωριώδης — ες, Ν φρ. α) «υποχλωριώδες οξύ» χημ. ανόργανη χημική ένωση, στην οποία το χλώριο βρίσκεται με αριθμό οξείδωσης + 1, που είναι εξαιρετικά ασταθές μονοβασικό οξύ το οποίο απαντά μόνο με τη μορφή αραιών υδατικών διαλυμάτων, διασπώμενο προς… … Dictionary of Greek