-
1 αραιότεροι
ἀραῑότεροι, ἀραῖοςprayed to: masc nom /voc comp plἀραῑότεροι, ἀραῖοςprayed to: masc nom /voc comp plἀραιόςthin: masc nom /voc comp pl -
2 ἀραιότεροι
ἀραῑότεροι, ἀραῖοςprayed to: masc nom /voc comp plἀραῑότεροι, ἀραῖοςprayed to: masc nom /voc comp plἀραιόςthin: masc nom /voc comp pl
См. также в других словарях:
ἀραιότεροι — ἀραῑότεροι , ἀραῖος prayed to masc nom/voc comp pl ἀραῑότεροι , ἀραῖος prayed to masc nom/voc comp pl ἀραιός thin masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην … Dictionary of Greek