-
1 αραιος...
ἁραιός...ἀραιός, ἁραιός31) узкий, тонкий(γλῶσσαι Hom.)
2) тесный(εἴσοδος Hom.)
3) слабый(κνῆμαι, χείρ Hom.; φωνά Theocr.)
4) легкий быстроходный(νῆες Hes.)
5) небольшой глубины(φάλαγγες Xen.)
6) неплотный(ὀμίχλη νέφους Arst.)
7) редкий(τρίχες Arst.)
8) рыхлый, пористый(ὀστοῦν Arst.; σπόγγοι Diod.)
9) скудный(τροφή Arst.)
-
2 αραιος
I.ἀραιός, ἁραιός31) узкий, тонкий(γλῶσσαι Hom.)
2) тесный(εἴσοδος Hom.)
3) слабый(κνῆμαι, χείρ Hom.; φωνά Theocr.)
4) легкий быстроходный(νῆες Hes.)
5) небольшой глубины(φάλαγγες Xen.)
6) неплотный(ὀμίχλη νέφους Arst.)
7) редкий(τρίχες Arst.)
8) рыхлый, пористый(ὀστοῦν Arst.; σπόγγοι Diod.)
9) скудный(τροφή Arst.)
II.3 и 21) призываемый в молитвах(Ζεύς Soph.)
2) отягощенный проклятьем, проклятый(γονά Aesch.; ἀραῖόν τινα λαβεῖν Soph.)
3) гибельный, губительный, несущий проклятье(τινι Aesch., Soph., Plat.)
-
3 αραιός
-
4 αραιός
[арэос] επ. редкий, не густой.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αραιός
-
5 αραιός
[арэос] επ редкий, не густой. -
6 γονη
дор. γονά ἥ тж. pl.1) рождение(Ἡράκλειοι γοναί Pind.)
γονῇ πεφυκὼς γεραίτερος Soph. — старший годами2) произведение на свет, роды(αἱ δι΄ ὠδίνων γοναί Eur.; ῥηΐδιοι γοναί Theocr.)
3) семенная жидкость, семя (преимущ. человека и животных)(Hes., Pind., Soph., Her., Plat.: τὰ φυτὰ προΐεται οὐ γονήν, ἀλλὰ σπέρματα Arst.)
4) плод, отпрыск, дитяπαίδων γ. Hom. = παῖδες;
ἔχειν γονὰς κατηκόους Soph. — иметь послушных детей;τέκνων δίπτυχος γ. Eur. — дети-близнецы5) потомство, род, племя(ἀραῖος Aesch.; γενναῖος Soph.; αἱ Δαρδάνου γοναί Eur.)
6) поколениеτρίταισιν ἐν γοναῖς Pind. или τριτοσπόρῳ γονῇ Aesch. — в третьем поколении;
τρίτος γένναν πρὸς δέκ΄ ἄλλαισιν γοναῖς Aesch. — потомок в 13-м поколении7) материнская утроба8) всходы, урожай(πάγκαρπος γ. Plat.)
-
7 αριός
α, ο см. αραιός
См. также в других словарях:
ἀραῖος — prayed to masc nom sg ἀραῖος prayed to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁραιός — ἀραιός , ἀραιός thin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραίος — ἀραῑος, α, ον και ος, ον (Α) [αρά] 1. αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν 2. καταραμένος, φορτωμένος κατάρες 3. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, ολέθριος … Dictionary of Greek
αραιός, -ή, -ό — και αριός, ά, ό και αρύς, ιά, ύ επίρρ. αιά και ιά 1. ανάριος, όχι πυκνός, αγανός: Τα δέντρα τα φύτεψες πολύ αραιά. 2. αυτός που παρουσιάζει κενά κατά διαστήματα τοπικά ή χρονικά: Αριά και πού έρχεται και τον βλέπουμε. 3. νερουλός, όχι πηχτός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀραιός — thin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η … Dictionary of Greek
ἀραῖον — ἀραῖος prayed to masc acc sg ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc sg ἀραῖος prayed to masc/fem acc sg ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιά — ἀραιός thin neut nom/voc/acc pl ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc/acc dual ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιῶν — ἀραιός thin fem gen pl ἀραιός thin masc/neut gen pl ἀραιόω make porous pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres part act masc nom sg ἀραιόω make porous… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιόν — ἀραιός thin masc acc sg ἀραιός thin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραῖα — ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)