-
1 ἀραιό-στῡλος
ἀραιό-στῡλος, mit weit aus einander stehenden Säulen, mit weiten Intercolumnien, Vitruv.
-
2 ἀραιόστῡλος
ἀραιό-στῡλος, mit weit aus einander stehenden Säulen, mit weiten Intercolumnien
См. также в других словарях:
πυκνόστυλος — η, ο / πυκνόστυλος, ον, ΝΑ (για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, δηλαδή σε απόσταση 11/2 διαμέτρου μεταξύ τους, σε αντιδιαστολή προς τον αραιόστυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στύλος (πρβλ. αραιό… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek