Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀραιό-στῡλος

См. также в других словарях:

  • πυκνόστυλος — η, ο / πυκνόστυλος, ον, ΝΑ (για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, δηλαδή σε απόσταση 11/2 διαμέτρου μεταξύ τους, σε αντιδιαστολή προς τον αραιόστυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στύλος (πρβλ. αραιό… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»