Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀραιοτέρων

  • 1 αραιοτέρων

    ἀραῑοτέρων, ἀραῖος
    prayed to: fem gen comp pl
    ἀραῑοτέρων, ἀραῖος
    prayed to: masc /neut gen comp pl
    ἀραῑοτέρων, ἀραῖος
    prayed to: fem gen comp pl
    ἀραῑοτέρων, ἀραῖος
    prayed to: masc /neut gen comp pl
    ἀραιός
    thin: fem gen comp pl
    ἀραιός
    thin: masc /neut gen comp pl

    Morphologia Graeca > αραιοτέρων

  • 2 ἀραιοτέρων

    ἀραῑοτέρων, ἀραῖος
    prayed to: fem gen comp pl
    ἀραῑοτέρων, ἀραῖος
    prayed to: masc /neut gen comp pl
    ἀραῑοτέρων, ἀραῖος
    prayed to: fem gen comp pl
    ἀραῑοτέρων, ἀραῖος
    prayed to: masc /neut gen comp pl
    ἀραιός
    thin: fem gen comp pl
    ἀραιός
    thin: masc /neut gen comp pl

    Morphologia Graeca > ἀραιοτέρων

См. также в других словарях:

  • ἀραιοτέρων — ἀραῑοτέρων , ἀραῖος prayed to fem gen comp pl ἀραῑοτέρων , ἀραῖος prayed to masc/neut gen comp pl ἀραῑοτέρων , ἀραῖος prayed to fem gen comp pl ἀραῑοτέρων , ἀραῖος prayed to masc/neut gen comp pl ἀραιός thin fem gen comp pl ἀραιός thin… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακουαρέλα ή υδατογραφία — Ζωγραφική κυρίως επάνω σε χαρτί ή σε μεταξωτό, με χρώματα διαλυμένα σε νερό, μαζί με λίγη κόλλα που τους εξασφαλίζει συνεκτικότητα. Αντίθετα από την γκουάς, όπου τα χρώματα είναι αδιαφανή, στην α. τα χρώματα είναι διαφανή και αφήνουν να… …   Dictionary of Greek

  • αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»