-
1 αραιοτέροις
ἀραῑοτέροις, ἀραῖοςprayed to: masc /neut dat comp plἀραῑοτέροις, ἀραῖοςprayed to: masc /neut dat comp plἀραιόςthin: masc /neut dat comp pl -
2 ἀραιοτέροις
ἀραῑοτέροις, ἀραῖοςprayed to: masc /neut dat comp plἀραῑοτέροις, ἀραῖοςprayed to: masc /neut dat comp plἀραιόςthin: masc /neut dat comp pl
См. также в других словарях:
ἀραιοτέροις — ἀραῑοτέροις , ἀραῖος prayed to masc/neut dat comp pl ἀραῑοτέροις , ἀραῖος prayed to masc/neut dat comp pl ἀραιός thin masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνώνω — πυκνῶ, όω, ΝΜΑ [πυκνός] 1. καθιστώ κάτι πυκνό, προκαλώ μεγάλη προσέγγιση τών συστατικών, συμπυκνώνω («ὁ ἀτμὸς πυκνοῡται καὶ σταγόνες ἀποπίπτουσι», Ιπποκρ.) 2. (σχετικά με πολλά και χωρισμένα μεταξύ τους πράγματα) φέρνω πολύ κοντά, συνωθώ (α.… … Dictionary of Greek