Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀραγμός

См. также в других словарях:

  • αραγμός — ἀραγμός, ο (Α) [αράσσω] 1. χτύπος από σύγκρουση, κρότος, πάταγος 2. τριγμός, τράνταγμα …   Dictionary of Greek

  • ἀραγμός — clashing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραγμοῖς — ἀραγμός clashing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραγμοῦ — ἀραγμός clashing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραγμούς — ἀραγμός clashing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραγμῶν — ἀραγμός clashing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀραγμόν — ἀραγμός clashing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»