-
1 αραγμος
ὅ1) бряцание(δεσμῶν ἱππικῶν Eur.)
2) шум, скрипение(ἐν πύλαις Aesch.; τῆς θύρας Plut.)
3) грохот, стук(πετρῶν Eur.)
στερνῶν ἀραγμοί Soph. — удары в грудь -
2 οφελλω
III[ὄφελος] (impf. ὤφελλον - эп. ὄφελλον, aor. ὤφελλα; эп. inf. ὀφελλέμεν; 3 л. sing. aor. opt. ὀφέλλειε)1) наращивать, усиливать(μένος Hom.)
ἀραγμὸς ὀφέλλεται Aesch. — шум усиливается (растет)2) усугублять, увеличивать(πόνον Hom.)
ὀ. μῦθον Hom. — растекаться в разговорах3) приумножать, расширять, обогащать(οἶκον Hom., Hes.; πεδίον Pind.)
οἶκος ὀφέλλετο Hom. — дом стал процветать4) возвеличивать, возвышать(τινὰ τιμῇ Hom.)
См. также в других словарях:
αραγμός — ἀραγμός, ο (Α) [αράσσω] 1. χτύπος από σύγκρουση, κρότος, πάταγος 2. τριγμός, τράνταγμα … Dictionary of Greek
ἀραγμός — clashing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμοῖς — ἀραγμός clashing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμοῦ — ἀραγμός clashing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμούς — ἀραγμός clashing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμῶν — ἀραγμός clashing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραγμόν — ἀραγμός clashing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)