-
1 αρίδες
-
2 ἀρίδες
-
3 ἀρίδες
ἀρίδες· αἱ μετὰ κονιορτοῦ πνοαί, Hsch. -
4 αρίδα
1) сверло, бурав;2) шутл, ноги;ξαπλώνω τίς αρίδες μου — вытягивать ноги;
μάζεψε τίς αρίδες σου — подбери ноги;
§ απλώνω ( — или τεντώνω) την αρίδα μου — растянуться (о лентяе и бездельнике)
-
5 ἀμφί-δετοι
ἀμφί-δετοι, ἀρίδες Philipp. 15 (VI, 103). vielleicht mit 2 Handhaben, eigtl. von beiden Seiten umgebunden.
-
6 αμφιδετος
См. также в других словарях:
ἀρίδες — ἀρίς bow drill fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρίδα — η 1. εργαλείο για να ανοίγουν οι μαραγκοί τρύπες, τρυπάνι. 2. (ειρωνικά), τα πόδια: Πολύ τις άπλωσες τις αρίδες σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)