Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἀράχνια

См. также в других словарях:

  • αραχνιά — η 1. ο ιστός της αράχνης 2. η δυστυχία …   Dictionary of Greek

  • ἀράχνια — ἀράχνιον spider s web neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀράχνι' — ἀράχνια , ἀράχνιον spider s web neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ARANEA — Hebr. acchabis, inversô nomine ex, sabach, quod implexum esse sonat; unde rete Arabibus sabecha, et Hispanis Xabega. Graece ἀράχνη, ab Hebr. arag, i. e. texere. Earum telae Horoscopa eleganter dicuntur Tertulliano de Pallio, quod similes sint… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CALAMUS — I. CALAMUS Aromaticus, cuius mentio Ierem. c. 6. v. 20. Salmasio non nisi Indicus est, quem ideo Arabicum ac Syriacum nonnullis dici vult, quia ex India in Arabiam et Syriam advehebatur. Sed solum in India crevisle falsum, cum Mosis aevô Iudaeis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αζαγιά — η 1. αιθάλη, καπνιά 2. τέφρα που απομένει από χαρτί ή ύφασμα μετά την τέλεια αποτέφρωσή του 3. (για πολυκαιρισμένα ρούχα) ράκη, κουρέλια 4. ιστός αράχνης και μάλιστα βρόμικος 5. το έντομο αράχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἄζα «αιθάλη, καπνιά» + ιά πρβλ …   Dictionary of Greek

  • αράχνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του πορφυροβάφου Ίδμωνα που κατοικούσε στην Ύπαιπα της Λυδίας. Ήταν τόσο φημισμένη για τη δεξιοτεχνία της στην υφαντική και στο κέντημα, που ακόμα και οι νύμφες του Τμώλου και του Πακτωλού έτρεχαν να θαυμάσουν τη… …   Dictionary of Greek

  • αράχνη — αράχνη, η και αράχνα, η το γνωστό έντομο που φτιάχνει το λεπτό ιστό, την αραχνιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»