-
1 Αρας
-
2 Ἄρας
-
3 άρας
ἄ̱ρᾱς, αἴρωattach: aor part act masc nom /voc sg (attic epic doric ionic aeolic)——————ἆ̱ρας, αἴρωattach: aor ind act 2nd sg (doric aeolic)αἴρωattach: aor ind act 2nd sg (homeric ionic) -
4 αράς
ἀράprayer: fem gen sg (attic doric ionic aeolic)ἀρᾶ̱ς, ἀράζωsnarl: fut ind act 2nd sg (doric aeolic)ἀρήprayer: fem gen sg (attic doric aeolic)——————ἀράζωsnarl: fut ind act 2nd sg (epic doric aeolic) -
5 αρας
-
6 Αράς
-
7 Ἀρᾶς
-
8 Αράς
-
9 Ἀράς
-
10 αράς
-
11 ἀράς
-
12 ἀρᾶς
Βλ. λ. αράς -
13 ἀρᾷς
Βλ. λ. αράς -
14 ἄρας
Βλ. λ. άρας -
15 ἆρας
Βλ. λ. άρας -
16 ἀρᾶς
проклятиемἄραςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀρᾶς
-
17 ἄρας
взявшийἀρᾶςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄρας
-
18 μπακ(κ)αράς
ο карт, баккара -
19 μπακ(κ)αράς
ο карт, баккара -
20 τρελ(λ)άρας
ο, τρελ(λ)άρα η безум|ец, -ная
См. также в других словарях:
-αράς — μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών ονομάτων της Νεοελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Αβέβαιης ετυμολογικής προέλευσης. Πιθανώς προήλθε από ονόματα σε άρι (πρβλ. παλληκάρι παλληκαράς, ποδάρι ποδαράς) ή από συμφυρμό των καταλ. άρος και άς ή άρα… … Dictionary of Greek
-άρας — μεγεθυντική κατάλ. αρσ. ονομάτων της Νέας Ελληνικής, που συνδέεται με την κατάλ. άρα* < άρι (πρβλ. ποδάρι ποδάρας). Κατά κύριο λόγο η κατάλ. άρας χρησιμοποιήθηκε για τον σχηματισμό ανδρικών μεγεθυντικών κυρίων ονομάτων, πολλά από τα οποία… … Dictionary of Greek
Ἄρας — Ἄρᾱς , Ἄρας masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αράς — (Arras). Πόλη (40.600 κάτ. το 2002) της βόρειας Γαλλίας, στην περιοχή Αρτουά, στις όχθες του ποταμού Σκαρπ. Είναι πρωτεύουσα του νομού Πα ντε Καλέ. Αποτελεί αξιόλογο καλλιτεχνικό και βιομηχανικό κέντρο, ενώ υπήρξε γενέτειρα του Ροβεσπιέρου κ.ά. Η … Dictionary of Greek
Ἀρᾶς — Ἀρεύς masc acc pl Ἀρή fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρᾶς — ἀρά prayer fem gen sg (attic doric ionic aeolic) ἀρᾶ̱ς , ἀράζω snarl fut ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀρή prayer fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρᾷς — ἀράζω snarl fut ind act 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράς — Ἀρά̱ς , Ἀρή fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀράς — ἀρά̱ς , ἀρά prayer fem acc pl (ionic) ἀρά̱ς , ἀρή prayer fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρας — ἄ̱ρᾱς , αἴρω attach aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἆρας — ἆ̱ρας , αἴρω attach aor ind act 2nd sg (doric aeolic) αἴρω attach aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)