-
1 οδύρομαι
αμετ рыдать, громко плакать -
2 ὀδύρομαι
(отлож.) плачу, жалуюсь -
3 ανοδυρομαι
-
4 αποδυρομαι
горько жаловаться, плакаться, оплакивать(Plat., Dem., Plut.; τι Aesch., Soph.; τι πρός τινα Her., Luc.)
-
5 διοδυρομαι
-
6 δυρομαι
-
7 εποδυρομαι
-
8 ηπερ
I.эп. ἠέπερ нежели, чем Her.τοῦ ἐγὼ καὴ μᾶλλον ὀδύρομαι ἤ. ἐκεινου Hom. — о том я тревожусь еще больше, чем об этом
II.f к ὅσπερ См. οσπερIII.дор. ᾇπερ1) куда именноπρὸς πόλιν, ᾗ. οἱ ἄλλοι φοβέοντο Hom. — в город, куда как раз бежали остальные (кони)
2) как именноᾗ. δέ φρονέω Hom. — именно (так), как я думаю;
ᾗ. ὑμῖν δοκεῖ Xen. — (так) именно, как вам угодно;ἀπεκρίνατο ᾗ. καὴ ποιεῖν κράτιστον Xen. — (Сократ) ответил так хорошо, как только (вообще) возможно -
9 κατοδυρομαι
-
10 ξυνοδυρομαι
-
11 συνοδυρομαι
-
12 ωδυραμην
См. также в других словарях:
οδύρομαι — βλ. πίν. 144 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
οδύρομαι — (ΑΜ ὀδύρομαι και, για μετρικούς λόγους, δύρομαι) κλαίω γοερά, θρηνώ απαρηγόρητα, ολοφύρομαι, ολολύζω μσν. αρχ. πενθώ («ἵνα μηκέτ ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύρομαι (< *ὀδυρjομαι) ανάγεται πιθ. στην ρίζα *ed… … Dictionary of Greek
ὀδύρομαι — ὀδύ̱ρομαι , ὀδύρομαι lament aor subj mp 1st sg (epic) ὀδύ̱ρομαι , ὀδύρομαι lament pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδύρομαι — θρηνώ, κλαίω απαρηγόρητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠδύρατο — ὀδύρομαι lament plup ind mp 3rd pl (epic) ὠδύ̱ρατο , ὀδύρομαι lament aor ind mp 3rd sg ὀδύρομαι lament plup ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύρηι — δύ̱ρῃ , ὀδύρομαι lament aor subj mid 2nd sg δύ̱ρῃ , ὀδύρομαι lament aor subj act 3rd sg δύ̱ρῃ , ὀδύρομαι lament pres subj mp 2nd sg δύ̱ρῃ , ὀδύρομαι lament pres ind mp 2nd sg δύ̱ρῃ , ὀδύρομαι lament pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύρεσθ' — δύ̱ρεσθε , ὀδύρομαι lament pres imperat mp 2nd pl δύ̱ρεσθε , ὀδύρομαι lament pres ind mp 2nd pl δύ̱ρεσθαι , ὀδύρομαι lament pres inf mp δύ̱ρεσθε , ὀδύρομαι lament imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύρω — δύ̱ρω , ὀδύρομαι lament aor subj act 1st sg δύ̱ρω , ὀδύρομαι lament pres subj act 1st sg δύ̱ρω , ὀδύρομαι lament pres ind act 1st sg δύ̱ρω , ὀδύρομαι lament aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύρεσθε — δύ̱ρεσθε , ὀδύρομαι lament pres imperat mp 2nd pl δύ̱ρεσθε , ὀδύρομαι lament pres ind mp 2nd pl δύ̱ρεσθε , ὀδύρομαι lament imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατοδυρόμεθα — κατοδῡρόμεθα , κατά ὀδύρομαι lament aor subj mp 1st pl (epic) κατοδῡρόμεθα , κατά ὀδύρομαι lament pres ind mp 1st pl κατοδῡρόμεθα , κατά ὀδύρομαι lament imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωδύρατο — κατά ὀδύρομαι lament plup ind mp 3rd pl (epic) κατωδύ̱ρατο , κατά ὀδύρομαι lament aor ind mp 3rd sg κατά ὀδύρομαι lament plup ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)