-
1 ὀδοντόω
ὀδοντόω, mit Zähnen versehen, σίδηρος ὠδοντωμένος, Poll. 2, 96.
-
2 ὀδοντόω
-
3 ἀπ-οδοντόω
ἀπ-οδοντόω ( ὀδούς), die Zähne putzen.
-
4 ἀποδοντόω
1 ὀδοντόω
ὀδοντόω, mit Zähnen versehen, σίδηρος ὠδοντωμένος, Poll. 2, 96.
2 ὀδοντόω
3 ἀπ-οδοντόω
ἀπ-οδοντόω ( ὀδούς), die Zähne putzen.
4 ἀποδοντόω