-
1 οἴκιος
-
2 παν-οίκιος
παν-οίκιος, = Folgdm; Strab.; D. Sic. 5, 20 u. öfter; ἐπράϑη, D. L. 4, 46.
-
3 μετ-οίκιος
μετ-οίκιος Ζεύς, Beschützer der μέτοικοι, B. A. 51.
-
4 ἀπ-οίκιος
ἀπ-οίκιος ( ἀποικία), zur Kolonie gehörig, γράμματα Harpocr., wo falsch ἀποικία steht.
-
5 ἐν-οίκιος
ἐν-οίκιος, im Hause; ὄρνις, Hausvogel, Aesch. Eum. 828; – τὸ ἐνοίκιον, – a) Wohnung, D. Per. 668. – b) Miethzins, Miethe; Dem. 48, 45; Is. 6, 21; Luc. D. Meretr. 7, 2; Nicarch. 33 (XI, 251).
-
6 ενοικιος
-
7 ἀποίκιος
-
8 ἐνοίκιος
-
9 μετοίκιος
μετ-οίκιος Ζεύς, Beschützer der μέτοικοι -
10 πάνοικος,
πάν-οικος, u. παν-οίκιος, mit dem ganzen Hause, der ganzen Familie -
11 πανοίκιος
πάν-οικος, u. παν-οίκιος, mit dem ganzen Hause, der ganzen Familie
См. также в других словарях:
πανοίκιος — ον, Α 1. (συν. ως επιρρμ. κατηγ.) μαζί με όλη την οικογένεια («πανοικίους χορεύειν», Στραβ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλη την οικογένεια («ὑπέρ τῆς πανοικίου μου ὑγείας», επιγρ.) 3. (το ουδ. ως επίρρ.) πανοίκιον με όλη την οικογένεια.… … Dictionary of Greek
ՏԱՃԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0841 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c գ. ναός, νεώς, νηός, ἰερόν templum, sacrarium. վր. տաձարի . պ. տայիր, տէյր. (ʼի տավէր, աստուած եւ դիք.) որպէս Տուն եւ բնակարան աստուծոյ՝ շինեալն նախ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)