-
1 ἠκριβωμένως
ἠκριβωμένως, adv. zu perf. pass. von ἀκριβόω, genau, mit Sorgfalt, Sp.
-
2 ἠκριβωμένως
ἠκριβωμένως, genau, mit Sorgfalt -
3 κατ-ηκριβωμένως
κατ-ηκριβωμένως, genau, Galen.
-
4 δι-ηκριβωμένως
δι-ηκριβωμένως, sehr genau, Plat. Legg. XII, 965 a; Arist. rhet. Alex. 1.
-
5 ἀπ-ηκρῑβωμένως
ἀπ-ηκρῑβωμένως, vollkommen, mit Sorgfalt, Plut. Agis 2; – mit knapper Noth, Alexis bei Ath. IV, 137 c.
-
6 ἐξ-ηκρῑβωμένως
ἐξ-ηκρῑβωμένως, sehr sorgfältig, Sp.
-
7 ἀπηκρῑβωμένως
ἀπ-ηκρῑβωμένως, vollkommen, mit Sorgfalt; mit knapper Not -
8 διηκριβωμένως
-
9 ἐξηκρῑβωμένως
-
10 κατηκριβωμένως
См. также в других словарях:
ηκριβωμένως — ἠκριβωμένως (AM) με ακρίβεια, ακριβώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηκριβωμένος τού ρ. ακριβούμαι] … Dictionary of Greek
ἠκριβωμένως — ἠκρῑβωμένως , ἀκριβόω make exact perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic) ἠκριβωμένως exactly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)