-
1 ἀπ-αυλόσυνος
ἀπ-αυλόσυνος ᾤχετο, er ging weg vom Gehöft, Leon. Al. 12 (VI, 221).
-
2 ἐπ-αυλόσυνος
ἐπ-αυλόσυνος, v. l. für ἀπαυλόσυνος, w. m. s.
-
3 απαυλοσυνος
-
4 ἀπαυλόσυνος
1 ἀπ-αυλόσυνος
ἀπ-αυλόσυνος ᾤχετο, er ging weg vom Gehöft, Leon. Al. 12 (VI, 221).
2 ἐπ-αυλόσυνος
ἐπ-αυλόσυνος, v. l. für ἀπαυλόσυνος, w. m. s.
3 απαυλοσυνος
4 ἀπαυλόσυνος