-
1 αρέσκομαι
-
2 ἀρέσκομαι
-
3 ἀπαρέσκομαι
ἀπ-αρέσκομαι ( ἀρέσκω), only aor. inf. ἀπαρέσσασθαι: conciliate, Il. 19.183†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀπαρέσκομαι
См. также в других словарях:
αρέσκομαι — βλ. πίν. 115 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: αρέσκομαι : δε χρησιμοποιείται ως παθητικό του αρέσω. Έχει την έννοια → μου αρέσει να... Είναι λόγιος τύπος, σπάνιας χρήσης … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀρέσκομαι — ἀρέσκω make good pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαρεσκεύομαι — ἐξαρεσκεύομαι (Α) μού αρέσει κάτι, ευχαριστούμαι, αρέσκομαι σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αρεσκεύομαι (< άρεσκος)] … Dictionary of Greek
επαρέσκομαι — ἐπαρέσκομαι (AM) μσν. είμαι ευχαριστημένος, ικανοποιούμαι αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπηρέσσατο εὐαρέστους ἐποίησεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρέσκομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
ευχαριστώ — και φχαριστὼ και φχαριστάω (ΑΜ εὐχαριστῶ, έω) [ευχάριστος] 1. προσεύχομαι με ευγνωμοσύνη 2. (κυρίως για θρησκευτικές τελετές) προσφέρω κάτι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. παρέχω σε κάποιον ευχαρίστηση, τέρψη, ψυχική ικανοποίηση («μ… … Dictionary of Greek
οχλοάρεσκος — ὀχλοάρεσκος, ὁ (Α) αυτός που προσπαθεί να είναι αγαπητός στον λαό με κολακείες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + ἀρέσκω / ἀρέσκομαι] … Dictionary of Greek
φιλώ — (I) άω, Ν βλ. φιλώ (II). (II) φιλῶ, έω, ΝΜΑ, και φιλώ, άω, και μέσ. φιλιούμαι και φιλιέμαι, Ν, και αιολ. τ. φίλημμι και βοιωτ. τ. φίλειμι Α [φίλος] 1. δίνω φιλί, ασπάζομαι (α. «τὸν αγκάλιασε και τὸν φίλησε» β. «φιλεῑν κατὰ τὸ στόμα», Ανθ. Παλ.) 2 … Dictionary of Greek
κολακεύω — κολάκευσα και κολάκεψα, κολακεύτηκα, κολακευμένος 1. επαινώ κάποιον για να αποχτήσω την εύνοιά του, καλοπιάνω: Κολακεύει τον επιθεωρητή του για να του κάνει καλές εκθέσεις. 2. κάνω κάποιον να περηφανευτεί, του προξενώ ικανοποίηση: Με κολακεύει η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)