-
1 έκτατο
-
2 ἔκτατο
-
3 εκτάτο
-
4 ἐκτᾶτο
-
5 κτείνω
Aκτείνωμι Od.19.490
; [dialect] Aeol. [full] κτέννω Hdn.Gr.2.303 (and [tense] aor. 1 part.κτένναις Alc.33.5
), butκταίνω Id.140
acc. to Eust.1648.5 (leg. Ἀλκμᾶνι); [dialect] Ep. Iterat.κτείνεσκε Il.24.393
: [tense] fut. κτενῶ, [dialect] Ep.κτενέω Od.16.404
, - έεις Il.22.13, - έει ib. 124, al. (κτενεῖ 15.65
, 68), part. κτανέοντα only 18.309 (but in compos.κατα-κτανέουσιν 6.409
): [tense] aor. 1ἔκτεινα 19.296
, etc.: [tense] aor. 2ἔκτᾰνον 2.701
, etc.: [tense] pf.not found un compounded: [tense] plpf.ἀπ-εκτονήκειν Plu.Tim.16
:—[voice] Pass., [tense] fut. κτανθήσομαι Sch.T Il.14.481: [dialect] Ep. [ per.] 3pl. [tense] aor.ἔκτᾰθεν Il.11.691
, Od.4.537,κτάθεν Q.S.1.812
;ἐκτάνθην AP14.32
, (ἀπ-) LXX 1 Ma.2.9, Ev.Marc.8.31, D.C.65.4: [tense] aor. 2 ἀπ-εκτάνην [ᾰ] Gal.14.284: [tense] pf. ἐκτάνθαι ἀπ-) Plb.7.7.4:—Hom.also uses non-thematic forms, [ per.] 3sg., 1 and [ per.] 3pl. [tense] aor.ἔκτᾰ Od.11.410
, al. ( κατ- Il.15.432),ἔκτᾰμεν Od.12.375
,ἔκτᾰν 19.276
, Il.10.526 ( ἔκτα also in S.Tr.38, E.HF 423 (lyr., with [pron. full] ᾱ)); [ per.] 1pl. subj.κτέωμεν Od.22.216
; inf. κτάμεν ( κατα-) Il.9.458, κτάμεναι [ᾰ] 5.301, al.; part. κτάς ( κατα-) 22.323, also in Trag., A. Th. 965 (lyr.), E.IT 715: [tense] aor. [voice] Med. in pass. sense, [ per.] 3sg.ἀπ-έκτᾰτο Il.15.437
; inf. κτάσθαι ib. 558 (prob. in pass. sense); part.κτάμενος 22.75
, Hes.Op. 541, Pi.Fr. 203 codd., A.Pers. 923 (lyr.), Cratin.95:—kill, slay, freq. in Poets, also in early [dialect] Att., Lex Draconis in IG12.115.20; but in Prose and Com. ἀποκτείνω prevailed; usu. of men, less freq. of slayingan animal, as Il.15.587, Od.12.375, 19.543, Ar.Av. 1063 (lyr.); Οὖτίς με κτείνει δόλῳ seeks to kill me, Od.9.408, cf. S.OC 993; ὁ κτανών the slayer, murderer, A.Eu. 422;οἱ κτανόντες Id.Ch.41
(lyr.), 144, etc.2 put to death, Th.1.132, Arist.HA 625a16, al.; esp. in legal language,εἰ.. ἐν δίκῃ ἔκτεινεν ὁ κτείνας Pl.Euthphr.4b
, cf. Prt. 322d, Lg. 871e, al., Lys.10.11.3 of things, ὥστε καὶ κτείνειν so as to be fatal, of the plague, Th.2.51 (so in [voice] Pass., εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται when the disease is proceeding towards a fatal termination, Aret.SD1.5);τὰ φύλλα [ἀποκύνου].. κτείνει κύνας Dsc.4.80
.4 put an end to,θέρος [νοῦσον] κτείνει Aret.SD1.16
. ([voice] Pass. in Hom. and [dialect] Ion. Prose, Il.11.668, 14.60, Od.11.413, Hdt.4.3, etc.; but Trag. almost always used θνῄσκω or καταθνῄσκω as the [voice] Pass., Com. Poets and Prose writers ἀποθνῄσκω.) (Cf. Skt. k[snull ]atás 'wounded'.)
См. также в других словарях:
ἐκτᾶτο — κτάομαι procure for oneself imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκτατο — κτείνω kill aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκκρεμές — Κάθε σώμα που μπορεί να ταλαντεύεται, υπό την επίδραση του βάρους του, γύρω από άξονα (φυσικό ή σύνθετο ε.). Το απλόιδανικόμαθηματικό ε. αποτελείται από ένα υλικό σημείο Α (πρακτικά ένα σιδερένιο σφαιρίδιο), κρεμασμένο σε νήμα (το οποίο δεν είναι … Dictionary of Greek
κτείνω — (AM κτείνω, Α αιολ. τ. κτέννω) (για ανθρώπους και σπαν. για ζώα) φονεύω, σκοτώνω («ὅς τε κύνα κτείνας ἢ βουκόλον ἀμφὶ βόεσσι φεύγει», Ομ. Ιλ.) μσν. αρχ. θέτω τέρμα σε κάτι («θέρος κτείνει [νοῡσον]», Αρετ.) αρχ. 1. καταδικάζω κάποιον σε θάνατο και … Dictionary of Greek
περικαρδίτιδα — η, Ν ιατρ. 1. φλεγμονή τού περικαρδίου, που άλλοτε είναι ιδιοπαθής και άλλοτε οφείλεται σε ίωση 2. φρ. «συμφυτική περικαρδίτιδα» περικαρδίτιδα που οφείλεται συχνότερα σε παλαιά φυματίωση και κατά την οποία το περικάρδιο μεταβάλλεται σε άκαμπτο… … Dictionary of Greek
σακκοφάρυγξ — ο, Ν ζωολ. γένος βαθυπελαγικών ιχθύων, τυπικό τής τάξης σακκοφαρυγγόμορφοι ή λυόμεροι, με πολύ μεγάλο στόμα και με εκτατό στόμαχο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. saccopharynx (< σάκκος + φάρυγξ)] … Dictionary of Greek
αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας … Dictionary of Greek
εκτατός — ή, ό 1. που μπορεί να εκταθεί. 2. (φυσ.), το ουδ. ως ουσ., εκτατό η ιδιότητα των στερεών σωμάτων να παθαίνουν μόνιμη αλλοίωση του σχήματός τους με την επίδραση μηχανικών δυνάμεων, χωρίς να καταστρέφεται η εσωτερική συνοχή των μορίων τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)