-
1 απώμαστον
-
2 ἀπώμαστον
См. также в других словарях:
ἀπώμαστον — ἀπώμαστος without a lid masc/fem acc sg ἀπώμαστος without a lid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 απώμαστον
2 ἀπώμαστον
ἀπώμαστον — ἀπώμαστος without a lid masc/fem acc sg ἀπώμαστος without a lid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)