Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀπό-τροχος

  • 1 αποτροχος

        ὅ ристалище Arph.

    Древнегреческо-русский словарь > αποτροχος

  • 2 γυρίζω

    1. μετ.
    1) вращать, вертеть; крутить, кружить;

    γυρίζω γύρο — делать круги, кружить;

    2) прям., перен. перевёртывать, переворачивать;

    γυρίζω τό φύλλο — а) переворачивать страницу; — б) менять поведение, тактику, политику;

    γυρίζω ανάποδα — перевернуть, вверх дном;

    γυρίζω τα ρούχα — перелицевать одежду;

    γυρίζω τό χωράφι — перепахивать, перекапывать поле;

    3) поворачивать;

    γυρίζω τό κλειδί — поворачивать ключ;

    4) поворачивать, отворачивать;

    γυρίζω τό πρόσωπο — отворачиваться;

    γυρίζω την πλάτη ( — или ράχη) σε κάποιον — поворачиваться спиной, отворачиваться;

    5) менять, изменять;

    γυρίζω τον τόνο της φωνής μου — изменять тон (разговора);

    τα γύρισε а) теперь он изменил своё мнение, он передумал; б) он говорит противоположное; он теперь говорит другое;

    τα γυρίζει — он пытается придать всему сказанному другой смысл;

    6) переубеждать, перетягивать на свою сторону;
    του γύρισα τα μυαλά я его переубедил; τον γύρισα με το κόμμα μας я его перетянул в нашу партию; 7) возвращать, отдавать обратно; του τα γύρισα τα λεφτά я ему вернул деньги; 8) снимать (фильм); 9) возить; водить (на прогулку и т. п.); 10) огибать;

    γυρίζω τη γωνιά — заворачивать за угол;

    γυρίζω τό ακρωτήριο — огибать мыс;

    11) хозяйничать, распоряжаться;

    γυρίζω τό σπίτι — хозяйничать в доме;

    § γυρίζω συναλλαγματική фин. — делать передаточную надпись на обороте векселя;

    τό γυρίζω στο αστείο ( — или γέλιο) — обернуть что-либо в шутку;

    τό γυρίζω στα σοβαρά — принимать что-л, всерьёз;

    γύρισε τα χαρτιά σου раскрой свои карты;

    γυρίζω τον τροχό της ιστορίας προς τα πίσω — повернуть колесо истории (вспять);

    2. αμετ.
    1) вращёться, вертеться, кружиться; 2) повернуть; ο άνεμος γύρισε ветер изменил направление;

    ο καιρός γυρίζει στο νοτιά — начинает дуть южный ветер;

    3) гнуться, сгибаться;
    γύρισε η μύτη τού μαχαιρνού кончик ножа загнулся; 4) переворачиваться, опрокидываться; 5) менять убеждения, точку зрения; меняться;

    είναι από κείνους πού δε γυρίζουν εύκολα — он постоянный, принципиальный человек;

    είναι κεφάλι πού δεν γυρίζει — или δεν γυρίζει το κεφάλι του — или δεν τού γυρίζεις το κεφάλι — он упрямый человек;

    θα γυρίσει μαζί μας ( — или με μας) — он перейдёт на нашу сторону;

    6) меняться, изменяться;
    τα πράγματα γύρισαν στο χειρότερο дела изменились к худшему; ο άρρωστος γύρισε στο καλύτερο больному стало лучше; 7) возвращаться; 8) гулять, бродить, блуждать; слоняться; скитаться;

    γυρίζω τον κόσμο — скитаться по белу свету;

    γυρίζω να βρώ δουλειά — искать работу;

    § γύρισ' ο ήλιος солнце пошло к закату;
    τα πράγματα εγύρισαν обстоятельства изменились;

    θα γυρίσει ο τροχός — дела поправятся, счастье улыбнётся;

    ο τροχός γυρίζει — колесо фортуны изменчиво;

    γυρίζει το κεφάλι μου — у меня кружится голова;

    γυρίζω σαν σβούρα ( — или του Τούρκου τ' άλογο) — а) быть непоседой; — б) вертеться как белка в колесе;

    γυρίζω σαν ανεμοδούρα — держать нос по ветру, куда ветер подует;

    όταν εσύ πήγαινες, εγώ εγύριζα ≈ тогда ты ещё под стол пешком ходил;

    να πας και να μη γυρίσεις! — пропади ты пропадом!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γυρίζω

См. также в других словарях:

  • τροχός — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • τρόχος — Μηχανικό όργανο σε σχήμα κύκλου, που περιστρέφεται μαζί ή γύρω από τον άξονά του. Η τεχνική χρησιμοποίηση της περιστροφικής κίνησης, που έφερε προόδους ανυπολόγιστης σημασίας στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι τόσο παλιά, ώστε γεννά άλυτα προβλήματα… …   Dictionary of Greek

  • οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών …   Dictionary of Greek

  • ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… …   Dictionary of Greek

  • υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • ασβός — Θηλαστικό της τάξης των σαρκοφάγων, της οικογένειας των μουστελιδών. Έχει συνολικό μήκος 80 εκ., από τα οποία 20 εκ. είναι η ουρά. Ο α. έχει ύψος στο ακρώμιο περίπου 30 εκ. Το κεφάλι του είναι μακρύ και καταλήγει σε ρύγχος· έχει ισχυρά δόντια,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»