-
1 αποδημος
дор. ἀπόδᾱμος 2ἡ ἀ. στρατεία Luc. — иноземный поход
-
2 διιστημι
(fut. διαστήσω, aor. 1 διέστησα; для неперех. знач. - aor. 2 διέστην, pf. διέστηκα, ppf. διειστήκειν)1) расставлять, размещать(τοὺς λόχους Thuc.)
διιστάμενοι πρὸς ἀλλήλους Arst. — находясь на расстоянии друг от друга;θάλασσα διΐστατο Hom. — (широко) расстилалось море;med. — расставлять, раскидывать (ἀράχνια λεπτά Theocr.)2) раскалывать, расщеплять(ξύλον Arst.)
3) раскрыватьτοῖς διισταμένοις (sc. ὀφθαλμοῖς) Arst. — при (широко) раскрытых глазах
4) разделять, раздроблять, расчленять(τέν Ἑλλάδα Her.; τοὺς Ἕλληνας εἰς μέρη Dem.; διέκοπτεν αὐτοὺς καὴ διΐστη ὅ πολέμιος Plut.)
5) отделять, различать, отличать(ἡδονέν ἀπὸ τῆς ὑγιείας Plut.; med. γένη Plat.)
6) разлучать, склонять к отпадению(τινά τινος Thuc., Arph.)
7) лог. разлагать, делить(κατ΄ εἴδη Plat.)
8) отходить, отступать(οἱ πολέμιοι διέστησαν Polyb.)
9) расступаться, расходиться, разделяться, разлучатьсяἀγωνιζόμενοι διέστησαν χωρίς Her. — после боя (войска) разошлись;
διέστησαν κατὰ διακοσιους Thuc. — они разбились на группы по двести человек;ἥ διάστασις τῶν διεστηκότων Arst. — расстояние между удаленными друг от друга предметами;διαστήτην ἐρίσαντε Hom. — (Атрид и Ахилл) разошлись в ссоре;ἥ Πελοπόννησος ἅπασα διειστήκει Dem. — весь Пелопоннес был охвачен междоусобиями;ὅ δῆμος διέστη Plat. — народ разделился на (враждебные) партии;τοῦ ἀνδρὸς διαστᾶσα Plut. — разведенная жена10) расседаться, раскалыватьсяτὰ διεστεῶτα Her. — расселины, трещины
11) различаться, отличаться(πρὸς ἀλλήλους Arst.)
πλούτου ἀρετέ διέστηκεν (pf. = praes.) Plat. — богатство и добродетель вещи разные;πολὺ διεστῶτα или διεστηκότα Arst. — весьма различные вещи;ἐν ταύτῃ τῇ διαφορᾷ καὴ ἥ τραγῳδία πρὸς τέν κωμῳδίαν διέστηκεν Arst. — в этом же состоит и отличие трагедии от комедии
См. также в других словарях:
δήμος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος, γιος του Πυριλάμπη που φημιζόταν για το κάλλος του. Για την ομορφιά του γίνεται λόγος στον Γοργία του Πλάτωνα και στον Αριστοφάνη. Το σπίτι του Πυριλάμπη και του Δ. ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα για τα πτηνοτροφεία του,… … Dictionary of Greek
δήμος — ο 1. διοικητική περιφέρεια που διοικείται από το δήμαρχο: Γεννήθηκα στο δήμο Καβάλας. 2. φρ., «τα εν οίκω μη εν δήμω», μη δημοσιοποιείς αυτά που συμβαίνουν σε σένα ή στο σπίτι σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κιλκίς, δήμος — Δήμος (24.812 κάτ.) του νομού Κιλκίς, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Βαπτιστού, Κρηστώνης, Λειψυδρίου, Μεγάλης Βρύσης, Μελανθίου, Μεσιανού, Σταυροχωρίου και … Dictionary of Greek
Κομοτηνής, δήμος — Δήμος (52.659 κάτ.) του νομού Ροδόπης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και από τις πρώην κοινότητες Θρυλορίου, Κάλχαντος, Καρυδιάς και Πανδρόσου, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από… … Dictionary of Greek
Αιανής, δήμος — Δήμος του νομού Κοζάνης, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγίας Παρασκευής, Ροδιανής, Ρυμνίου και Χρωμίου, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τους… … Dictionary of Greek
Αμφιλοχίας, δήμος — Δήμος (12.877 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αμπελακίου, Ανοιξιάτικου, Κεχρινιάς, Λουτρού, Σαρδινίων, Σπάρτου και Στάνου, οι… … Dictionary of Greek
Αξιούπολης, δήμος — Δήμος (6.725 κάτ.) του νομού Κιλκίς, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις πρώην κοινότητες Ειδομένης, Πλαγιών, Ρυζιών, Σκρα και Φανού, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τον… … Dictionary of Greek
Βέροιας, δήμος — Δήμος (47.619 κάτ.) του νομού Ημαθίας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις κοινότητες Γεωργιανών, Καστανέας, Κάτω Βερμίου, Κουμαριάς, Ράχης και Τριποτάμου, οι οποίες καταργήθηκαν,… … Dictionary of Greek
Γουμένισσας, δήμος — Δήμος (6.819 κάτ.) του νομού Κιλκίς, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, τις πρώην κοινότητες Γρίβας, Κάρπης, Καστανερής και Φιλυρίας, οι οποίες καταργήθηκαν, καθώς και από τον συνοικισμό Στάθη… … Dictionary of Greek
Διδυμοτείχου, δήμος — Δήμος (18.998 κάτ.) του νομού Έβρου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, τις πρώην κοινότητες Ασβεστάδων, Ασημένιου, Ελληνοχωρίου, Ισαακίου, Καρωτής, Κουφοβούνου, Κυανής, Μάνης, Πετράδων,… … Dictionary of Greek
Δράμας, δήμος — Δήμος (55.632 κάτ.) και έδρα του ομώνυμου νομού, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις πρώην κοινότητες Καλλιφύτου, Καλού Αγρού, Κουδουνίων, Λιβαδερού, Μακρυπλαγίου, Μαυροβάτου,… … Dictionary of Greek