-
1 αποσυρμα
-
2 απόσυρμα
τό1) ссадина, царапина; 2) сорт вина низкого качества (из выжимок)
См. также в других словарях:
απόσυρμα — ἀπόσυρμα, το (Α) [αποσύρω] 1. αυτό που αποσύρεται, που αφαιρείται, το εκλέπισμα, η εκδορά 2. σκουριές που μένουν μετά την επεξεργασία του μετάλλου … Dictionary of Greek
ἀπόσυρμα — that which is peeled cff neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσυρμάτων — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσύρμασι — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσύρμασιν — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσύρματα — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσύρματι — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσύρματος — ἀπόσυρμα that which is peeled cff neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)