-
1 απόρρητος
-
2 ἀπόρρητος
-
3 απορρητος
21) запрещенный, запретный Soph., Her., Arph., Xen., Plut.2) не подлежащий огласке, тайный(ῥητὰ καὴ ἀπόρρητα Dem.; πιστεῦσαί τινι λόγον ἀπόρρητον Plut.)
3) невыразимый, недопустимый, позорный, ужасный(ἀδικίαι Plat.; ἀπόρρητα λέγειν τινά Plut.)
τὰ ἀπόρρητα Plut. = τὰ αἰδοῖα -
4 απόρρητος
η, ο [ος, ον ] тайный, секретный, конфиденциальный;άκρως απόρρητο[ν] — совершенно секретно
-
5 ἀπόρρητος
-ος,-ον A 0-0-0-0-1=1Sir 13,22not to be spoken, forbidden -
6 ἀπόρρητος
ἀπό-ρρητος, ον,A forbidden, ἀπόρρητον πόλει though it was forbidden to the citizens, S.Ant.44, cf. E.Ph. 1668;τἀπόρρητα δρᾶν Ar.Fr. 622
; τὰ ἀ. forbidden exports, τἀ. ἐξάγειν, ἀποπέμπειν, Id.Eq. 282, Ra. 362; Lg..932c;πράξεις ἀ. Phld.Ir.p.54
W.II not to be spoken, secret, ἀ. ποιεῖσθαι make a secret of, Hdt.9.94; esp. of state secrets, Ar.Eq. 648;ἐν-τῳ ποιεῖσθαι X.An.7.6.43
;τἀπόρρητα ποιοῦνται Lys.12.69
;ὁ ἐπὶ τῶν ἀπορρήτων τοῦ βασιλέως Plu.Luc.17
, cf. OGI 371; ὁ τῶν ἀ. γραμματεύς, = a secretis, Procop.Pers.2.7; ἀπόρρητα ποιεύμενος πρὸς μηδένα λέγειν ὑμέας keep them secret so that you tell them not to any one, Hdt.9.45; ἐν ἀπορρήτῳ τὴν ἀλήθειαν λέγειν tell as a secret, Pl.Tht. 152c;ἐν ἀ. εἰδέναι And.2.19
; φυλάττειν ἐν ἀπορρήτοις keep as a secret, Arist.Fr. 662; ἐν ἀπορρήτῳ ξυλλαμβάνειν arrest secretly, And.1.45; δι' ἀπορρήτων ἐξαγγέλλειν, ἀκούειν, Lycurg.85, Pl.R. 378a; ;τἀπόρρητ' οἶδεν Id.21.200
; ὁ ἐν ἀπορρήτοις λεγόμενος λόγος of the esoteric doctrines of the Pythagoreans, Pl.Phd. 62b;τὰ ἀ. τῆς κατὰ τὰ μυστήρια τελετῆς SIG 873.9
(Eleusis, ii A.D.); ἐν ἀπορρήτοις in cipher, D.S.15.20: [comp] Comp.- ότερος Paus.2.17.4
, Philostr.VA6.19.2 of sacred things, ineffable, secret, ; ;τἀπόρρητ'.. ἐκφέρειν Ar.Ec. 442
, cf. Pherecr.133;ἐνεργείας Jul.Or.4.151b
.b γόης καὶ ἀ. a 'man of mystery', Philostr.VA8.7.9.3 unfit to be spoken, abominable, Lys.10.2;ἀ. ἀδικίαι Pl.Lg. 854e
;τίς οὐκ οἶδεν.. τὰς ἀπορρήτους, ὥσπερ ἐν τραγῳδίᾳ, τὰς τούτου γονάς; D.21.149
; of foul abuse,κακῶς τὰ ἀπόρρητα λέγειν ἀλλήλους Id.18.123
, etc.; in [dialect] Att. Law of words (e.g. ῥίψασπις) whose use was punishable, Isoc.20.3.4 of words, not in common use,ἀ. καὶ ἔξω πάτου Luc.Hist. Conscr. 44
.5 τὰ ἀπόρρητα, = τὰ αἰδοῖα, Plu.2.284a, cf. Ar.Ec.12, Longin. 43.5.III Adv. ineffably, inexpressibly,Philostr.
VS 2.18; conertly,ἀπορρήτως τὰ γραφόμενα κατεχλεύαζε διὰ τῆς εἰκόνος Eun.Hist.p.263
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόρρητος
-
7 ἀπόῤῥητος
ἀπόῤ-ῥητος, (1) untersagt, verboten; τὰ ἀπόῤῥητα, Waren, deren Ausfuhr verboten. (2) nicht ausgesprochen, (a) geheim. (b) abscheulich, nicht auszusprechen -
8 απόρρητος
1) classified2) secretΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > απόρρητος
-
9 classified
απόρρητος -
10 mahrem
απόρρητος, εμπιστευτικός -
11 απορρητοτέρα
ἀπορρητοτέρᾱ, ἀπόρρητοςforbidden: fem nom /voc /acc comp dualἀπορρητοτέρᾱ, ἀπόρρητοςforbidden: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————ἀπορρητοτέρᾱͅ, ἀπόρρητοςforbidden: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
12 απορρητότερον
ἀπόρρητοςforbidden: adverbial compἀπόρρητοςforbidden: masc acc comp sgἀπόρρητοςforbidden: neut nom /voc /acc comp sg -
13 ἀπορρητότερον
ἀπόρρητοςforbidden: adverbial compἀπόρρητοςforbidden: masc acc comp sgἀπόρρητοςforbidden: neut nom /voc /acc comp sg -
14 απορρήτω
ἀπόρρητοςforbidden: masc /fem /neut nom /voc /acc dualἀπόρρητοςforbidden: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)ἀπορρέωCat. Cod.Astr.pres imperat act 3rd sg (doric aeolic)ἀπορρέωCat. Cod.Astr.pres imperat act 3rd sg (doric aeolic)——————ἀπόρρητοςforbidden: masc /fem /neut dat sg -
15 απορρητοτέρας
ἀπορρητοτέρᾱς, ἀπόρρητοςforbidden: fem acc comp plἀπορρητοτέρᾱς, ἀπόρρητοςforbidden: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
16 ἀπορρητοτέρας
ἀπορρητοτέρᾱς, ἀπόρρητοςforbidden: fem acc comp plἀπορρητοτέρᾱς, ἀπόρρητοςforbidden: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
17 απορρητοτέρων
-
18 ἀπορρητοτέρων
-
19 απορρητότατα
ἀπόρρητοςforbidden: adverbial superlἀπόρρητοςforbidden: neut nom /voc /acc superl pl -
20 ἀπορρητότατα
ἀπόρρητοςforbidden: adverbial superlἀπόρρητοςforbidden: neut nom /voc /acc superl pl
См. также в других словарях:
ἀπόρρητος — forbidden masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόρρητος — η, ο (AM ἀπόρρητος, ον) [ρητός] 1. αυτός που δεν πρέπει ή δεν μπορεί να λεχθεί, απόκρυφος, μυστικός 2. το ουδ. ως ουσ. το απόρρητο το μυστικό που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί («επαγγελματικό, υπηρεσιακό απόρρητο») για κρατικούς λειτουργούς,… … Dictionary of Greek
απόρρητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ανακοινώνεται, μυστικός, κρυφός: Η έκθεση του ανακριτή δε δημοσιεύτηκε, γιατί ήταν απόρρητη. Το ουδ. ως ουσ., το απόρρητο το μυστικό: Στις δημοκρατικές χώρες υπάρχει το λεγόμενο «απόρρητο της αλληλογραφίας» (δηλ. δεν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπορρητότερον — ἀπόρρητος forbidden adverbial comp ἀπόρρητος forbidden masc acc comp sg ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρητοτέρων — ἀπόρρητος forbidden fem gen comp pl ἀπόρρητος forbidden masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρητότατα — ἀπόρρητος forbidden adverbial superl ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρητότατον — ἀπόρρητος forbidden masc acc superl sg ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρήτω — ἀπόρρητος forbidden masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀπόρρητος forbidden masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. pres imperat act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρήτως — ἀπόρρητος forbidden adverbial ἀπόρρητος forbidden masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρρητον — ἀπόρρητος forbidden masc/fem acc sg ἀπόρρητος forbidden neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρητοτέροις — ἀπόρρητος forbidden masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)