-
1 απολυτος
21) освобожденный, свободный(ἀ. καὴ ἐλεύθερος Plut.)
2) безотносительный, абсолютныйοὐκ ἀ., ἀλλὰ πρός τι Sext. — не абсолютный, а относительный
-
2 απόλυτος
η, ο [ος, ον ]1) абсолютный, безусловный, полный;απόλυτη ησυχία ( — или ηρεμία) — абсолютный покой;
απόλυτος ανάγκη — острая необходимость;
απόλυτη πλειοψηφία — абсолютное большинство;
απόλυτο μηδέν — абсолютный нуль;
η απόλυτος ποσότης мат. — абсолютная величина;
απόλυτη μοναρχία — абсолютная монархия;
2) грам, количественный;απόλυτα αριθμητικά — количественные числительные;
§ απόλυτο αντανακλαστικά — безусловные рефлексы
-
3 απολυτός
η, ό 1.1) освобождённый, отпущенный; отвязанный; 2) оставшийся без присмотра; 2. (ο) 1) вылет пчёл из улья; 2) выпускание побегов -
4 απόλυτος
[алолитос] εκ. абсолютный, безусловный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απόλυτος
-
5 απόλυτος
[алолитос] επ абсолютный, безусловный. -
6 αναπολυτος
-
7 ευαπολυτος
-
8 πλειοψηφία
η большинство;συντριπτική πλειοψηφία — подавляющее большинство;
απόλυτος (σχετική) πλειοψηφία — абсолютное (относительное) большинство;
στην πλειοψηφία τους — в большинстве своём
См. также в других словарях:
ἀπόλυτος — loosed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόλυτος — Ο αδέσμευτος, o ανεξάρτητος, ο απεριόριστος, ο ελεύθερος. Α. λέγεται επίσης και ο ολοκληρωτικός, o αυθύπαρκτος. (Γεωλ.)α. ηλικία πετρώματος. Η σχετικά ακριβής ηλικία σχηματισμού ενός πετρώματος η οποία μετριέται με τη βοήθεια νόμων της φυσικής… … Dictionary of Greek
απολυτός — ή, ό επίρρ. ά 1. λυμένος, αμολημένος: Πολλές φορές ξεχνούσε κι άφηνε απολυτό το σκύλο του. 2. το ουδ. ως ουσ., το απολυτό είδος λαϊκού τραγουδιού και χορού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόλυτος — η, ο επίρρ. α 1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, απεριόριστος: Η απόλυτη ελευθερία είναι κάτι το αδύνατο. 2. (φιλοσ.), το ουδ. ως ουσ., το απόλυτο το αυτοτελές, το τέλειο, το άπειρο, αυτό που υπάρχει μόνο για τον εαυτό του: Ο Θεός είναι το απόλυτο, όλα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπολύτως — ἀπόλυτος loosed adverbial ἀπόλυτος loosed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόλυτον — ἀπόλυτος loosed masc/fem acc sg ἀπόλυτος loosed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολύτοις — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολύτου — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολύτους — ἀπόλυτος loosed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολύτων — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπολύτῳ — ἀπόλυτος loosed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)