-
1 αποδράσιν
-
2 ἀποδρᾶσιν
-
3 απόδρασιν
-
4 ἀπόδρασιν
См. также в других словарях:
ἀποδρᾶσιν — ἀποδιδράσκω run away aor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόδρασιν — ἀπόδρᾱσιν , ἀπόδρασις running away fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποταξία — η (Α λιποταξία) [λιποτάκτης] η αυθαίρετη εγκατάλειψη τών τάξεων τού στρατού («λιποταξίαν καὶ στρατείας ἀπόδρασιν», Δημ.) νεοελλ. 1. (Στρ. Π.Κ.) έγκλημα που διαπράττει στρατιωτικός όταν εγκαταλείπει χωρίς άδεια τον τόπο στον οποίο έχει διαταχθεί… … Dictionary of Greek