-
1 απόδημος
-
2 ἀπόδημος
-
3 αποδημος
дор. ἀπόδᾱμος 2ἡ ἀ. στρατεία Luc. — иноземный поход
-
4 ἀπόδημος
ἀπόδημος, ον (s. ἀποδημέω; Pind. et al.; Plut., Mor. 799e; SIG 279, 24; 524, 30; POxy 1446, 84; 89; 1547, 23; Jos., Ant. 2, 165; Just., D. 3, 2) away on a journey ἄνθρωπος ἀ. a man who is away on a journey Mk 13:34 (JDupont, BRigaux Festschr. ’70, 89–116).—M-M. -
5 απόδημος
ος, ον находящийся на чужбине, за границей; эмигрировавший;απόδημος ελληνισμός — греки, живущие за пределами родины
-
6 ἀπόδημος
{прил., 1}отошедший в дальний путь или в дальнюю страну, находящийся или путешествующий в чужих краях (Мк. 13:34).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀπόδημος
-
7 απόδημος
{прил., 1}отошедший в дальний путь или в дальнюю страну, находящийся или путешествующий в чужих краях (Мк. 13:34).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > απόδημος
-
8 ἀπόδημος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπόδημος
-
9 ἀπόδημος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀπόδημος
-
10 απόδημος
[аподимос] εκ. находящийся на чужбине, за границей.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > απόδημος
-
11 απόδημος
[аподимос] επ находящийся на чужбине, за границей. -
12 ἀπόδημος
A away from one's country, abroad,οὐκ ἀ. Ἀπόλλωνος τυχόντος Pi.P.4.5
, cf. Plu.2.799f, etc.; ἀ. ἐπέρχεσθαι from abroad, CIG 3344 A ([place name] Smyrna);ἀ. στρατεία Luc.Am.6
: metaph.,τῆς ἐμῆς γνώμης Hp.Ep.17
:—less [dialect] Att. than ἔκδημος, Moer.143, cf. Poll.1.177.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόδημος
-
13 ἀπόδημος
ἀπό-δημος, nicht daheim, in der Fremde, abwesend, verreist -
14 απόδημος
expatrié -
15 expatrié
απόδημος -
16 απόδαμον
ἀπόδᾱμον, ἀπόδημοςaway from one's country: masc /fem acc sg (doric)ἀπόδᾱμον, ἀπόδημοςaway from one's country: neut nom /voc /acc sg (doric) -
17 ἀπόδαμον
ἀπόδᾱμον, ἀπόδημοςaway from one's country: masc /fem acc sg (doric)ἀπόδᾱμον, ἀπόδημοςaway from one's country: neut nom /voc /acc sg (doric) -
18 απόδημον
ἀπόδημοςaway from one's country: masc /fem acc sgἀπόδημοςaway from one's country: neut nom /voc /acc sg -
19 ἀπόδημον
ἀπόδημοςaway from one's country: masc /fem acc sgἀπόδημοςaway from one's country: neut nom /voc /acc sg -
20 ἀπό-ξενος
ἀπό-ξενος, wie ἄξενος, 1) ungastlich, Θρῄκιος ὅρμος Soph. O. R. 196. – 2) verbannt, verstoßen, γῆς Aesch. Ag. 1255 Ch. 1038, = ἀπόδημος; πέδου Eum. 844.
См. также в других словарях:
ἀπόδημος — away from one s country masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόδημος — η, ο (Α ἀπόδημος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, ο ξενιτεμένος 2. φρ. «ο απόδημος ελληνισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δήμος «εδαφική περιοχή, συνήθως για να δηλώσει τον τόπο καταγωγής κάποιου»] … Dictionary of Greek
απόδημος — η, ο αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα, ο ξενιτεμένος: Οι απόδημοι Έλληνες της Αυστραλίας ζητούν δασκάλους από την πατρίδα για τα παιδιά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόδημος ελληνισμός — Οι Έλληνες μετανάστες. Εάν ανατρέξουμε στην ιστορία του έθνους μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι Έλληνες πάντοτε ταξίδευαν πολύ και σε ολόκληρη την ιστορία τους ένα σημαντικό ποσοστό τους ζούσε έξω και μακριά από τη μητρόπολη. Οι αποικίες που… … Dictionary of Greek
ἀπόδημον — ἀπόδημος away from one s country masc/fem acc sg ἀπόδημος away from one s country neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδήμοις — ἀπόδημος away from one s country masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδήμου — ἀπόδημος away from one s country masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδήμους — ἀπόδημος away from one s country masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδήμων — ἀπόδημος away from one s country masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδήμῳ — ἀπόδημος away from one s country masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόδημα — ἀπόδημος away from one s country neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)