-
1 αποδεσμος
См. также в других словарях:
απόδεσμος — ἀπόδεσμος, ο (Α) [αποδέω (Ι)] 1. στηθόδεσμος, ζώνη 2. δέμα, κομπόδεμα … Dictionary of Greek
ἀπόδεσμος — band masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδέσμοις — ἀπόδεσμος band masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδέσμου — ἀπόδεσμος band masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδέσμους — ἀπόδεσμος band masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδέσμων — ἀπόδεσμος band masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδέσμῳ — ἀπόδεσμος band masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόδεσμοι — ἀπόδεσμος band masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόδεσμον — ἀπόδεσμος band masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
ԾՐԱՐ — (ի, ից.) NBH 1 1028 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 14c գ. δεσμός, ἁπόδεσμος alligamentum, ligatura, fasciculus, sacculus συστροφή conglobatio βασκάνιον fascinum, us. (Որպէս թէ ծիր արարեալ ընդ իրար.) Կապոց ամփոփեալ շուրջանակի.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)