Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἀπὸ+μιᾶς

  • 1 Accord

    subs.
    P. ὁμόνοια, ἡ, συμφωνία, ἡ (Plat.).
    With one accord: P. and V. ὁμοῦ, P. μιᾷ ὁρμῇ (Xen.), ἐκ μιᾶς γνώμης, ἀπὸ μιᾶς ὁρμῆς, Ar. and P. ὁμοθυμαδόν; see Unanimously.
    Of one's own accord: use adj., P. and V. ἑκών· αὐτεπάγγελτος, P. ἑκών γε εἶναι.
    Of things, without human agency: use adj., P. and V. αὐτόματος, P. ἀπὸ ταὐτομάτου.
    Be in accord: see Agree.
    ——————
    v. trans.
    See Grant.
    Accord with: P. and V. συνᾴδειν (dat.), συμφέρειν (dat.), P. συμφωνεῖν (dat.), V. ὁμορροθεῖν (dat.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Accord

  • 2 наперво

    επίρ.
    (απλ.) στην αρχή, αρχικά•

    прво— από μιας αρχήρ, ευθύς εξ αρχής, αμέσως από την αρχή.

    Большой русско-греческий словарь > наперво

  • 3 рог

    -а, πλθ. рога, -ов α.
    1. κέρατο, κέρας•

    рог оленьи -а τα κέρατα του ελαφιού•

    бараний -κέρατο κριαριού.

    || μτφ. καρούμπαλο στο μέτωπο (από χτύπημα).
    2. κόρνο, κέρας, κεράτιο καθώς και κάθε αντικείμενο από κέρατο ή κερατοειδές.
    3. μτφ. βραχίονας, μπράτσο•

    -а якоря οι βραχίονες της άγκυρας.

    4. παλ. ακρωτήρι• βραχίονας ποταμού ή θάλασσας.
    5. πλθ. -а κέρατα (σύμβολο απάτης του συζύγου από τη σύζυγο)•

    он давно носит -а από καιρό η γυναίκα του του έβαλε κέρατα ή τον κερατώνει.

    εκφρ.
    наставлять -а кому рог – α) βάζω κέρατα στον σύζυγο (τον ατζατίύ). β) βάζω κέρατα στο σύζυγο μιας παντρεμένης (είμαι εραστής της γυναίκας του)•
    обломать – (κλπ. συνώνυμα)•
    - а кому – τιθασσεύω, δαμάζω, συνετίζω, σωφρονίζω•
    сломить (стереть) рог комуπαλ. σπάζω την αντίσταση κάποιου, υποτάσσω•
    как из -а изобилия – σαν απο το κέρας της Αμάλθειας (άφθονα).

    Большой русско-греческий словарь > рог

  • 4 из...

    (κ. изо..., изъ..., ис...) πρόθεμα.
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κατεύθυνση της ενέργειας ή της κίνησης από μέσα προς τα έξω από τα όρια ενός μέρους αφαίρεση, εξαγωγή από κάτι (αντιστοιχεί με το πρόθεμα «вы...»).
    2. επέκταση της ενέργειας σε όλο,το αντικείμενο, προς όλες τις κατευθύνσεις.
    3. φορά της ενέργειας ως το ανώτατο όριο, ολοκλήρωση της ενέργειας.
    4. πλήρη κατανάλωση του αντικειμένου στο οποίο μεταβαίνει η ενέργεια.
    5. (με το μόριο -ся) απόκτηση κάποιας ποιότητας,ιδιότητας σαν συνέπεια της συνεχούς επανάληψης μιας ενέργειας ή και αντίθεται απώλεια κάποιας ιδιότητας, ικανότητας.
    II.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιρρημάτων από επίθετα και σημαίνει ύπαρξη κάποιας απόχρωσης ενός χρώματος.

    Большой русско-греческий словарь > из...

  • 5 дело

    -а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.
    1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•

    дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•

    хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•

    домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•

    какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•

    государственные -а κρατικές υποθέσεις•

    сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•

    за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•

    странное дело! περίεργο πράγμα!•

    быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•

    ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•

    я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•

    мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•

    текущие -а καθημερινές υποθέσεις•

    министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•

    курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•

    мое -! δική μου δου λεία!•

    какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•

    без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•

    я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•

    у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.

    2. πράξη•

    доброе дело καλή πράξη.

    3. τέχνη•

    военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•

    столярное дело η ξυλουργική•

    горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•

    газетное дело η εφημεριδογραφία•

    в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.

    || έργο, υποχρέωση, καθήκον.
    4. επιχείρηση, οίκος•

    он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•

    он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•

    5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•

    дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•

    уголовное дело ποινική υπόθεση.

    6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•

    личное дело ατομικός φάκελλος.

    7. μάχη•

    дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•

    он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.

    8. συμβάν, γεγονός•

    это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.

    || πράγμα, υπόθεση•

    это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•

    дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•

    в чем -? τι συμβαίνει;•

    в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•

    дело прошлое παλιά υπόθεση•

    вот какое дело να τι υπόθεση•

    все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.

    9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•

    -а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•

    положение дел κατάσταση πραγμάτων•

    как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;

    10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•

    это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•

    не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.

    11. έργο•

    это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.

    εκφρ.
    первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•
    за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•
    к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•
    между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•
    на -е – στην πράξη•
    на самом -е – στην πραγματικότητα•
    не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•
    дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•
    дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•
    дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•
    дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•
    дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•
    дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•
    иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•
    идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•
    в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•
    в самом -е – στην πραγματικότητα•
    в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•
    мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•
    дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•
    то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•
    то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•
    вот какие -а! – να τι δουλειές!•
    дело его рук – είναι έργο του•
    дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•
    дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•
    - а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•
    это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•
    наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•
    это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•
    по личному -у – για ατομική υπόθεση•
    что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•
    дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•
    богоугодное дело – θεάρεστο έργο•
    порядок -а – ημερήσια διάταξη•
    по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•
    заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•
    вера без дел дело мертваπαρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•
    поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•
    приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•
    дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•
    у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•
    нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•
    ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•
    не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•
    говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•
    слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•
    виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•
    это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•
    он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•
    в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται.

    Большой русско-греческий словарь > дело

  • 6 управление

    ουδ.
    1. διεύθυνση•

    управление оркестром, хором διεύθυνση ορχήστρας, χορωδίας•

    центральное статистическое управление κεντρική στατιστική διεύθυνση.

    || οδήγηση•

    управление автомобилем οδήγηση αυτοκινήτου.

    2. η κυβέρνηση• διοίκηση•

    управление государством διακυβέρνηση του κράτους•

    методы -я μέθοδες διοίκησης.

    || η αρχή•

    городское управление δημαρχείο (το συμβούλιοή το κτίριο).

    3. διεύθυνση, χειρισμός (για μηχανισμούς)•

    автоматическое управление αυτόματη διεύθυνση•

    рулевое управление πηδαλιουχία.

    4. (γραμμ.) καθορισμός της πτώσης μιας λέξης από μια άλλη•

    глагольное управление καθορισμός της πτώσης από το ρήμα•

    предложное управление καθορισμός της πτώσης από την πρόθεση.

    εκφρ.
    терять управление – παύω να πηδαλιοχούμαι, να διευθύνομαι (για αεροπλάνο κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > управление

  • 7 дуплекс

    1. свз. η επικοινωνία διπλής κατεύθυνσης
    однополосный - μιας ζώνης/δέσμης
    2. полигр. η παραγωγή δίχρωμης εικόνας από το μονόχρωμο πρωτότυπο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дуплекс

  • 8 состав

    α.
    1. το σύνολο•

    состав словарный состав языка το λεξιλόγιο μιας γλώσσας, ο θησαυρός λέξεων μιας γλώσσας.

    || (χημ.) η σύνθεση, τα συστατικά. || ενώσεις, μείγμα, διάλυμα.
    2. το προσωπικό• το σώμα•

    преподавательский состав το διδακτικό προσωπικό•

    офицерский состав το σώμα αξιωματικών•

    командный состав οι διοικητές•

    руководящий состав οι καθοδηγητές•

    лтный состав οι αεροπόροι.

    3. αμαξοστοιχία, συρμός•

    пассажирский состав επιβατική αμαξοστοιχία.

    || σώμα ανθρώπου.
    εκφρ.
    в -е – σε σύνολο, σε αριθμό, σε ποσότητα•
    президиум в -е семи человек – προεδρείο από εφτά άτομα•
    в полном - – θ σε πλήρη απαρτία•
    состав преступления – το σώμα του εγκλήματος.

    Большой русско-греческий словарь > состав

  • 9 ящик

    το κιβώτι/ο, το κουτί, το κύτιο, разг. η κούτα
    укладывать товар в - и τοποθετώ/βάζω το εμπόρευμα σε - α
    воздушный (спасательной шлюпки) - αέρος, ο θάλαμος αέρος
    канатный - мор. см. цепной -
    кингстонный мор. - θαλάσσης
    отливной мор. - εξαγωγής
    почтовый - (домашний для получения почты или на улице для отправления писем) το γραμματοκιβώτιο
    распределительный эл. - διανομής
    цепной - το φρεάτιο αλύσεως, разг. το στρίτσιο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ящик

  • 10 узел /

    1. маш. το τμήμα
    η μονάδα, το συγκρότημα· * комплектующие - лы - τα από τα οποία αποτελείται ένα σύστημα ή το σύνολο μιας μηχανής
    2. (затянутая петля, место где связаны концы чего-л.) оκόμπος
    морской - (способ завязывания каната) ναυτικός - (τρόπος δέσεως σχοινιών)З. физ. о κόμβος
    4. (дорог, путей, рек ит.п.) о κόμβος, το σημείο διασταύρωσης(δρόμων
    οδών
    ποταμών κ.λπ.)
    5. (сборочный) η υπομονάδα,το στοιχείο
    сварной - το ηλεκτρο(συγ)κολ-λημένο στοιχείο/σημείο
    6. (совокупностьсооружений, механизмов и т.п., расположенных в одном месте и связанных междусобой общностью назначения) το συγκρότημα 7. анат. το γάγγλι/ο
    лимфатические-лы τα λεμφογάγγλια, ο λεμφαδένας
    8. бот. о ρόζος. II.
    (мера скорости судна, исчисляемая числом морских миль, пройденных в час) о κόμβος (1.852,2 χιλιόμετρα).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > узел /

  • 11 против

    σύνδ.
    1. απέναντι, έναντι, αντίκρυ•

    -дома стоит высокое дерево απέναντι από το σπίτι υπάρχει ψηλό δέντρο.

    2. κατά, προς•

    смотреть против солнца κοιτάζω κατά τον ήλιο.

    || παρά, χωρίς•

    против воли отца παρά τη θέληση του πατέρα•

    против моего желания παρά την επιθυμία μου.

    || ενάντια, αντίθετα, κόντρα•

    ты не дспротив лжен идти против родителей δεν πρέπει να πηγαίνεις ενάντια προς τους γονείς.

    3. αντίθετα•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα•

    против ветра αντίθετα προς τον άνεμο.

    4. κατά, για•

    лекарство против кашля φάρμακο για το βήχα.

    || κατά, παρά•

    ошибка против языка, против грамматики λάθος γλωσσικό, γραμματικό.

    5. κατά, εναντίον•

    десять шансов против одного δέκα πιθανότητες κατά μιας.

    εκφρ.
    я не против – δεν είμαι ενάντιος, δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > против

См. также в других словарях:

  • ένας — (I) ἔνας και δωρ. τ. ἔνος (Α) την τρίτη ημέρα, μεθαύριο. (II) μία και μια, ένα και εις, μία, εν (AM εἷς, μία, ἕν, Μ και ἕνας, μία, ἕνα) 1. αριθμητικό που εκφράζει την έννοια τής μονάδας («εἷς βασιλεύς», Ομ.) 2. συχνά με έμφαση («πιστεύω εἰς ἕνα… …   Dictionary of Greek

  • HECAERGE — nympha Claud. in 2. Cons. Stilich. Carm. 24. v. 253. Metuenda feris Hecaerge Et soror, optatum numen venantibus, Opis. Callimach. Οὖπις το Λοξώ τε καὶ εὐαίων Ε῾καέργη. Nic. Lloyd. Eadem cum Hecate, Voss. Sicut enim Apollo Ε῾κάεργος quasi ὁ τὰ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SAMORNA — nomen Amazonis, quae Ephesum condidit, unde Ephesus quoque primo sic dicta. Steph. τὸ ἐθνικὸν τȏυ Σαμόρνα, Σαμορναῖος, ἐκλήθη δὲ ἀπὸ μιᾶς τῶ Α᾿μαζόνων, τἣ καὶ βα???ίλιςςαν καὶ πρόπολιν Α᾿ρτέμιδος εἶναί φα???ιν. Et Hesych. Σαμόρνα, ἣ Σαμορνία, ἡ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρεμάστρα — η (AM κρεμάστρα) νεοελλ. έπιπλο ή σκεύος που χρησιμεύει για κρέμασμα τών ρούχων μσν. 1. κρεμάλα 2. προεξοχή στον εξωτερικό τοίχο σπιτιού αρχ. 1. κρεμάθρα* 2. ο μίσχος απ όπου κρέμεται το άνθος («τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ἀπὸ μιᾱς κρεμάστρας», Θεόφρ.).… …   Dictionary of Greek

  • στόνος — ὁ, Α 1. στεναγμός, κλάμα με αναστεναγμούς (α. «ἀλλ ἀπὸ μιᾱς ὁρμῆς οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ πάντες», Θουκ. β. «στόνον... ἄκουσα κτεινομένων», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με θάλασσα) ρόχθος, βουητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στον τού στένω* (πρβλ. λέγω …   Dictionary of Greek

  • όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου …   Dictionary of Greek

  • υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… …   Dictionary of Greek

  • παΐδι — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • παιδί — Από βιολογική άποψη θεωρείται π. ο άνθρωπος από τη γέννησή του μέχρι τα 9 του χρόνια ή και μέχρι τα 11 14, ανάλογα με τους επιστήμονες οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Η επιστήμη που ασχολείται με το π. είναι σχετικά νέα. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • Η περιορισμένη ή ειδική σχετικότητα,— — Από τις πιο επαναστατικές συνέπειες των αξιωμάτων που διατυπώθηκαν είναι αναμφισβήτητα η ανάγκη της εγκατάλειψης της έννοιας του απόλυτου χρόνου. Για να καταλάβουμε πως φτάνουμε στο αποτέλεσμα αυτό, ας φανταστούμε μια υποθετική βάση, που… …   Dictionary of Greek

  • μόριο — Από αυστηρά χημική έννοια είναι το ελάχιστο σωματίδιο μιας ένωσης που εμφανίζει όλες τις ιδιότητές της· υπό γενικότερη όμως έννοια, είναι η ένωση περισσότερων ατόμων, που συνιστούν μια σταθερή και καθορισμένη δομή. Με την έννοια αυτή, ως μ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»